κρεμάθρα: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kremathra | |Transliteration C=kremathra | ||
|Beta Code=krema/qra | |Beta Code=krema/qra | ||
|Definition=ἡ, [[rope hung from a hook]], | |Definition=ἡ, [[rope hung from a hook]], Arist.''Rh.''1412a14; <b class="b3">οὑπὶ τῆς κ. ἀνήρ</b>, of Socrates, Ar.''Nu.''218 ([[basket]] or [[fowl-perch]], Sch.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />corbeille suspendue, où l'on conservait des aliments, garde-manger suspendu.<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[corbeille suspendue]], [[où l'on conservait des aliments]], [[garde-manger suspendu]].<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρεμάθρα -ας, ἡ [κρεμάννυμι] hangmand:. οὑπὶ τῆς κρεμάθρας ἀνήρ de man in de hangmand Aristoph. Nub. 218. haak (waaraan iets hangt). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ ([[κρεμάννυμι]]), <i>[[Hängematte]], [[Hängekorb]]</i>, in der [[Komödie]] und [[Tragödie]], Ar. <i>Nub</i>. 218, <i>VLL, eine Hängemaschine, um einen [[Schauspieler]] in der Luft [[schwebend]] zu [[erhalten]]</i> (vgl. auch [[κρεμάστρα]]); nach den Schol. auch [[σκεῦος]] εἰς ὃ τὰ περιττεύοντα ὄψα εἰώθαμεν ἀποτίθεσθαι. – Auch <i>der [[Fruchtstiel]]</i>, an dem die [[Frucht]] hängt. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεμάθρα:''' (μᾰ) ἡ [[подвесная корзина]] Arph., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κρεμάθρα:''' ἡ ([[κρεμάννυμι]]), [[δίχτυ]] ή [[καλάθι]] για την [[απόθεση]] ή το [[κρέμασμα]] πραγμάτων, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κρεμάθρα:''' ἡ ([[κρεμάννυμι]]), [[δίχτυ]] ή [[καλάθι]] για την [[απόθεση]] ή το [[κρέμασμα]] πραγμάτων, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρεμάθρα''': ἡ, ([[κρεμάννυμι]]) [[κρεμάστρα]], [[εἶδος]] καλαθίου κρεμαστοῦ ἢ σκεύους ἐν ᾧ ἐτίθεσαν τὰ περιττεύοντα ὄψα, κοινῶς «φανάρι», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5 (πρβλ. [[κρεμάστρα]])· ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 218, κοφίνιον ἐν ᾧ ὁ [[Σωκράτης]] φαίνεται αἰωρούμενος εἰς τὸν ἀέρα κατὰ παρῴδησιν καὶ γελοιοποίησιν τῶν τραγικῶν μηχανῶν δι’ ὧν ἐνεφανίζοντο θεότητες ἐν τῷ ἀέρι. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κρεμάθρα]], ἡ, [[κρεμάννυμι]]<br />a net or [[basket]] to [[hang]] things up in, Ar. | |mdlsjtxt=[[κρεμάθρα]], ἡ, [[κρεμάννυμι]]<br />a net or [[basket]] to [[hang]] things up in, Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, rope hung from a hook, Arist.Rh.1412a14; οὑπὶ τῆς κ. ἀνήρ, of Socrates, Ar.Nu.218 (basket or fowl-perch, Sch.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
corbeille suspendue, où l'on conservait des aliments, garde-manger suspendu.
Étymologie: κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμάθρα -ας, ἡ [κρεμάννυμι] hangmand:. οὑπὶ τῆς κρεμάθρας ἀνήρ de man in de hangmand Aristoph. Nub. 218. haak (waaraan iets hangt).
German (Pape)
ἡ (κρεμάννυμι), Hängematte, Hängekorb, in der Komödie und Tragödie, Ar. Nub. 218, VLL, eine Hängemaschine, um einen Schauspieler in der Luft schwebend zu erhalten (vgl. auch κρεμάστρα); nach den Schol. auch σκεῦος εἰς ὃ τὰ περιττεύοντα ὄψα εἰώθαμεν ἀποτίθεσθαι. – Auch der Fruchtstiel, an dem die Frucht hängt.
Russian (Dvoretsky)
κρεμάθρα: (μᾰ) ἡ подвесная корзина Arph., Arst.
Greek Monolingual
η (Α κρεμάθρα)
νεοελλ.
1. κρεμάστρα
2. ναυτικός κόμβος στο άκρο σχοινιού, θηλειά στη μια σπείρα της οποίας κάθεται ο εργαζόμενος, ενώ με την άλλη στηρίζεται η μέση του
αρχ.
κοφίνι ή άλλο σκεύος, το οποίο κρεμούσαν ψηλά για να φυλάγουν τρόφιμα, «φανάρι», «κλούβα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμα- του κρεμάννυμι + επίθημα -θρα- (πρβλ. εμβλήθρα, κολυμβήθρα)].
Greek Monotonic
κρεμάθρα: ἡ (κρεμάννυμι), δίχτυ ή καλάθι για την απόθεση ή το κρέμασμα πραγμάτων, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμάθρα: ἡ, (κρεμάννυμι) κρεμάστρα, εἶδος καλαθίου κρεμαστοῦ ἢ σκεύους ἐν ᾧ ἐτίθεσαν τὰ περιττεύοντα ὄψα, κοινῶς «φανάρι», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5 (πρβλ. κρεμάστρα)· ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 218, κοφίνιον ἐν ᾧ ὁ Σωκράτης φαίνεται αἰωρούμενος εἰς τὸν ἀέρα κατὰ παρῴδησιν καὶ γελοιοποίησιν τῶν τραγικῶν μηχανῶν δι’ ὧν ἐνεφανίζοντο θεότητες ἐν τῷ ἀέρι.
Middle Liddell
κρεμάθρα, ἡ, κρεμάννυμι
a net or basket to hang things up in, Ar.