καθεξῆς: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katheksis | |Transliteration C=katheksis | ||
|Beta Code=kaqech=s | |Beta Code=kaqech=s | ||
|Definition=Adv., = the more usually [[ἐφεξῆς]], | |Definition=Adv., = the more usually [[ἐφεξῆς]], ''Ev.Luc.''1.3, Plu.2.615c, Ael.''VH''8.7, ''IGRom.''4.1432.9 (Smyrna); ''poet.'' κατά θ' ἑξείης Opp. ''C.''3.59. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., = the more usually ἐφεξῆς, Ev.Luc.1.3, Plu.2.615c, Ael.VH8.7, IGRom.4.1432.9 (Smyrna); poet. κατά θ' ἑξείης Opp. C.3.59.
German (Pape)
[Seite 1283] = ἐφεξῆς; Ael. V. H. 8, 7; Plut. Symp. 1, 1 E.
French (Bailly abrégé)
adv.
de suite ; ensuite.
Étymologie: κατά, ἑξῆς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-εξῆς adv., achtereenvolgens; subst.: οἱ καθεξης ( προφῆται ) de (profeten) hierna NT Act. Ap. 3.24.
Russian (Dvoretsky)
καθεξῆς: adv. (= ἐφεξῆς I)
1 по порядку, последовательно (βαδίζειν Plut.; γράψαι NT);
2 далее, в дальнейшем: ἐν τῷ κ. NT впоследствии, после этого; οἱ κ. προφῆται NT позднейшие пророки.
English (Strong)
from κατά and ἑξῆς; thereafter, i.e. consecutively; as a noun (by ellipsis of noun) a subsequent person or time: after(-ward), by (in) order.
English (Thayer)
(κατά and ἑξῆς, which see), adverb, one after another, successively, in order: τῶν καθεξῆς those that follow after, Winer's Grammar, 633 (588)); ἐν τῷ καθεξῆς namely, χρόνῳ (R. V. soon afterward), Aelian v. h. 8,7; Plutarch, symp. 1,1, 5; in earlier Greek ἑξῆς and ἐφεξῆς are more usual.)
Greek Monolingual
(AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ' ἑξείης, με τμήση)
στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής
νεοελλ.
1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξής («καθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι»)
2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.)
και τα λοιπά, ομοίως
(νεοελλ.-μσν.). με τον ίδιο ή με τον ίδιο περίπου τρόπο, ομοιοτρόπως «καὶ καθεξῆς τοὺς ἅπαντας ὁμοίως παραγγέλλει», Πρόδρ.)
αρχ.
κατ' ακολουθίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑξῆς].
Greek (Liddell-Scott)
καθεξῆς: Ἐπίρρ.= τῷ συνηθεστέρῳ ἐφεξῆς, Πλούτ. 2.615Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208. 9· ποιητ., κατάθ’ ἐξείης Ὀππ. Κυν. 3. 59.
Chinese
原文音譯:kaqexÁj 卡特誒克些士
詞類次數:副詞(5)
原文字根:向下-有
字義溯源:其後,挨次,按著次序,連續地,後繼,後;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑξῆς)=繼續的)組成;而 (ἑξῆς)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(5);路(2);徒(3)
譯字彙編:
1) 挨次(2) 徒11:4; 徒18:23;
2) 後繼的(1) 徒3:24;
3) 後(1) 路8:1;
4) 按著次序(1) 路1:3
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κατά + ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.