κερτομία: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kertomia
|Transliteration C=kertomia
|Beta Code=kertomi/a
|Beta Code=kertomi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mockery</b>, in pl., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι <span class="bibl">Il.20.202</span>, <span class="bibl">433</span>; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω <span class="bibl">Od.20.263</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[mockery]], in plural, κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.20.202, 433; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.20.263.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.
}}
{{elnl
|elnltext=κερτομία -ας, ἡ [κερτομέω] meestal plur. bespotting.
}}
{{elru
|elrutext='''κερτομία:''' ἡ Hom. (только pl.) = [[κερτόμησις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερτομία]], ἡ (Α) [[κέρτομος]]<br />[[κερτόμησις]], [[σκώμμα]], [[χλευασμός]] («κερτομίας καί χεῑρας ἀφέξω», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[κερτομία]], ἡ (Α) [[κέρτομος]]<br />[[κερτόμησις]], [[σκώμμα]], [[χλευασμός]] («κερτομίας καί χεῖρας ἀφέξω», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερτομία:''' ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., <i>κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κερτομία:''' ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., <i>κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κερτομία -ας, ἡ [κερτομέω] meestal plur. bespotting.
|mdlsjtxt=[[κερτομία]], ἡ, [from [[κερτομέω]]<br />= [[κερτόμησις]], jeering, [[mockery]], in plural, κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.; κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]] Od.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''κερτομία:''' ἡ Hom. (только pl.) = [[κερτόμησις]].
|trtx====[[mockery]]===
}}
Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: [[Verspottung]], [[Verhöhnung]]; Greek: [[χλευασμός]], [[χλεύη]], [[κοροϊδία]], [[γελιοποίηση]]; Ancient Greek: [[ἔμπαιγμα]], [[ἐμπαιγμονή]], [[ἐμπαιγμός]], [[ἐνεασμός]], [[ἐπισυρμός]], [[ἐπιτωθασμός]], [[κατάγελως]], [[καταμώκησις]], [[καταπαιγμός]], [[κατάχαρμα]], [[καταχήνη]], [[κερτόμησις]], [[κερτομία]], [[κωμῳδία]], [[λάσθη]], [[μυκτηρισμός]], [[μώκημα]], [[μῶκος]], [[περίσυρμα]], [[σαρκασμός]], [[σκῶψις]], [[χλευασία]], [[χλεύασμα]], [[χλευασμός]]; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: [[derisione]], [[scherno]]; Latin: [[derisio]]; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: [[escárnio]], [[zombaria]]; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: [[mote]], [[mofa]], [[pitorreo]], [[ludibrio]]; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κερτομία]], , [from [[κερτομέω]]<br />= [[κερτόμησις]], jeering, [[mockery]], in pl., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.; κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]] Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερτομία Medium diacritics: κερτομία Low diacritics: κερτομία Capitals: ΚΕΡΤΟΜΙΑ
Transliteration A: kertomía Transliteration B: kertomia Transliteration C: kertomia Beta Code: kertomi/a

English (LSJ)

ἡ, mockery, in plural, κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.20.202, 433; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.20.263.

German (Pape)

[Seite 1425] ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερτομία -ας, ἡ [κερτομέω] meestal plur. bespotting.

Russian (Dvoretsky)

κερτομία: ἡ Hom. (только pl.) = κερτόμησις.

Greek (Liddell-Scott)

κερτομία: ἡ, = τῷ προηγ., ἐν τῷ πληθ. κερτομίας ἤδ’ αἴσυλα μυθήσασθαι Ἰλ. Υ. 202, 433· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Ὀδ. Υ. 263.

Greek Monolingual

κερτομία, ἡ (Α) κέρτομος
κερτόμησις, σκώμμα, χλευασμός («κερτομίας καί χεῖρας ἀφέξω», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κερτομία: ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

κερτομία, ἡ, [from κερτομέω
= κερτόμησις, jeering, mockery, in plural, κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar