ἐκστρατεία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(big3_14b)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekstrateia
|Transliteration C=ekstrateia
|Beta Code=e)kstratei/a
|Beta Code=e)kstratei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going out on service</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>25</span>, Anon. ap. Suid. s.v. [[ἀξιόλογος]], <span class="bibl">D.C.41.39</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[going out on service]], Luc.''Gall.''25, Anon. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀξιόλογος]], D.C.41.39.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[expedición militar]] Str.5.1.10, Luc.<i>Gall</i>.25, Hld.6.13.4, D.C.41.39.2, Men.Prot.6.498, Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.220.14, <i>IThrac.Or</i>.232.6 (VI d.C.), <i>Anecd.Ludw</i>.130.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ἡ, der Ausmarsch, der Aufbruch mit dem Heere, Luc. Somn. 25 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ἡ, der Ausmarsch, der Aufbruch mit dem Heere, Luc. Somn. 25 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[départ d'une armée]], [[expédition]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκστρατεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκστρᾰτεία:''' ἡ [[выступление в поход]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκστρᾰτεία''': ἡ, τὸ ἐκστρατεύειν, ἐκστράτευσις, Λουκ. Ἐνύπν. 25. Δίων Κ., κλ.
|lstext='''ἐκστρᾰτεία''': ἡ, τὸ ἐκστρατεύειν, ἐκστράτευσις, Λουκ. Ἐνύπν. 25. Δίων Κ., κλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />départ d’une armée, expédition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκστρατεύω]].
|mltxt=η (AM [[ἐκστρατεία]])<br />η [[ενέργεια]] του [[εκστρατεύω]], η [[έξοδος]] στρατού από τη [[χώρα]] για πολεμικούς σκοπούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών επιχειρήσεων ενός στρατεύματος σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο βρίσκεται [[ένας]] σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) εξερευνητική [[αποστολή]]<br /><b>4.</b> συντονισμένη και ομαδική [[ενέργεια]] για να πετύχει [[ένας]] [[σκοπός]] («[[εκστρατεία]] [[κατά]] τών ναρκωτικών»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκστρᾰτεία:''' ἡ, [[αναχώρηση]] στρατού, σε Λουκ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[expedición militar]] Str.5.1.10, Luc.<i>Gall</i>.25, Hld.6.13.4, D.C.41.39.2, Men.Prot.6.498, Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.220.14, <i>IThrac.Or</i>.232.6 (VI d.C.), <i>Anecd.Ludw</i>.130.8.
|mdlsjtxt=ἐκστρᾰτεία, ἡ,<br />a [[going]] out on [[service]], Luc. [from ἐκστρᾰτεύω]
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκστρᾰτεία Medium diacritics: ἐκστρατεία Low diacritics: εκστρατεία Capitals: ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: ekstrateía Transliteration B: ekstrateia Transliteration C: ekstrateia Beta Code: e)kstratei/a

English (LSJ)

ἡ, going out on service, Luc.Gall.25, Anon. ap. Suid. s.v. ἀξιόλογος, D.C.41.39.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
expedición militar Str.5.1.10, Luc.Gall.25, Hld.6.13.4, D.C.41.39.2, Men.Prot.6.498, Steph.in Hp.Aph.1.220.14, IThrac.Or.232.6 (VI d.C.), Anecd.Ludw.130.8.

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, der Ausmarsch, der Aufbruch mit dem Heere, Luc. Somn. 25 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
départ d'une armée, expédition.
Étymologie: ἐκστρατεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκστρᾰτεία:выступление в поход Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστρᾰτεία: ἡ, τὸ ἐκστρατεύειν, ἐκστράτευσις, Λουκ. Ἐνύπν. 25. Δίων Κ., κλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐκστρατεία)
η ενέργεια του εκστρατεύω, η έξοδος στρατού από τη χώρα για πολεμικούς σκοπούς
νεοελλ.
1. το σύνολο τών επιχειρήσεων ενός στρατεύματος σε ξένη χώρα
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρίσκεται ένας σε εκστρατεία
3. (κατ' επέκτ.) εξερευνητική αποστολή
4. συντονισμένη και ομαδική ενέργεια για να πετύχει ένας σκοπόςεκστρατεία κατά τών ναρκωτικών»).

Greek Monotonic

ἐκστρᾰτεία: ἡ, αναχώρηση στρατού, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐκστρᾰτεία, ἡ,
a going out on service, Luc. [from ἐκστρᾰτεύω]