κάσα: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kasa | |Transliteration C=kasa | ||
|Beta Code=ka/sa | |Beta Code=ka/sa | ||
|Definition=ἡ, prob. = Lat. | |Definition=ἡ, prob. = Lat. [[casa]], [[cot]], dub. in Ath.Mech.25.7, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, prob. = Lat. casa, cot, dub. in Ath.Mech.25.7, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κάσα: ἡ, τὸ Λατ. casa, οἰκία, καλύβη, οἴκησις, Ἀθήν. Μηχ. σ. 6, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κάσα, ἡ (Α)
οίκημα, καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»].
(II)
η
1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι
2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο
3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο
4. ταμείο
5. (σε τυχερά παιχνίδια) α) το ποσό που κατατίθεται για την χαρτοπαιξία («τί κάσα θα βάλουμε;»)
β) (στο παιχνίδι της πρέφας) η χρέωση που καθορίζεται αρχικά για κάθε παίκτη, η οποία αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του
6. το σανιδένιο ή μεταλλικό πλαίσιο κουφωμάτων στο οποίο στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή παραθυρόφυλλα, θύρωμα, αλλ. περβάζι, τελάρο
7. (για αμάξια ή αυτοκίνητα) το αμάξωμα, το πήγμα, αλλ. καροσερί, καρότσα
8. (στην τυπογραφία) η στοιχειοθήκη, δηλ. ξύλινο κιβώτιο με μικρά χωρίσματα ὅπου τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία
9. φρ. α) «γκραν κάσα» — το μεγάλο τύμπανο ορχήστρας ή στρατιωτικής μουσικής
β) ναυτ. i) «κάσα του τσιμπουκιού» — έδρα του επιστηλίου
ii) «κάσα του μακαρά» — θήκη του τροχίλου
iii) «κάσα του κουβουσιού» — η βαλβίδα της καθόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassa < λατ. capsa «κιβώτιο»].