σκίμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skimptomai
|Transliteration C=skimptomai
|Beta Code=ski/mptomai
|Beta Code=ski/mptomai
|Definition== [[σκήπτω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[press forward]], ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.224</span>; cf. <
|Definition== [[σκήπτω]], [[press forward]], ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.''P.''4.224; cf. <
}}
{{ls
|lstext='''σκίμπτομαι''': σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[σκήπτω]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκίπων]].
|btext=<i>c.</i> [[σκήπτω]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκίπων]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκίμπτομαι [~ σκίπων?] stevig neerzetten. Pind.
}}
{{elru
|elrutext='''σκίμπτομαι:''' [[упирать]], [[нажимать]] ([[ἄροτρον]] Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σκίμπτομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[set]] [[fast]], [[place]] [[firmly]] ἀλλ' ὅτ [[Αἰήτας]] ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις [[ἄροτρον]] σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)
|sltr=[[σκίμπτομαι]] [[set]] [[fast]], [[place]] [[firmly]] ἀλλ' ὅτ [[Αἰήτας]] ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις [[ἄροτρον]] σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκίμπτομαι:''' = <i>σκήπτομαι</i>, [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[προφασίζομαι]], επικαλούμαι, σε Πίνδ.
|lsmtext='''σκίμπτομαι:''' = <i>σκήπτομαι</i>, [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[προφασίζομαι]], επικαλούμαι, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκίμπτομαι:''' [[упирать]], [[нажимать]] ([[ἄροτρον]] Pind.).
|lstext='''σκίμπτομαι''': σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».
}}
{{elnl
|elnltext=σκίμπτομαι [~ σκίπων?] stevig neerzetten. Pind.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σκίμπτομαι''': (Kall. ''POxy''. 2080, 49 [σ]κιμπ[τόμενο]ν. H. auch Akt. σκίμπτει),<br />{skímptomai}<br />'''Forms''': Aor. σκίμψασθαι (Pi.), Pass. σκιμφθῆναι (Hp.), Perf. Pass. ἀπεσκίμφθαι (Pi.), meist mit ἐν(ι)-: ἐν(ι)-σκίμψαι (''P'' 437, Pi., A. R., Nik.), -σκιμφθῆναι (Π 612 = Ρ 528)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘werfen, schleudern, sich hinwerfen, hinstürzen, (sich) stemmen’; κίμψαντες· ἐρείσαντες, στηρίξαντες H. Einzelheiten bei Solmsen Wortforsch. 206f.; s. auch Bechtel Dial.3, 331 (z.T. abweichend).<br />'''Etymology''': Ep. poet. Verb, einerseits an [[σκήπτω]] (-ομαι), anderseits an [[χρίμπτω]] (-ομαι) erinnernd (vgl. Nik. ''Th''. 336 ἐνισκίμψῃ mit [[variae lectiones|vv.ll.]] -χρίμψῃ und -σκήψῃ), vielleicht durch Kreuzung von beiden entstanden (vgl. Güntert Reimwortbildungen 29). Gewöhnlich mit [[σκίπων]] verbunden (s. d.).<br />'''Page''' 2,732
|ftr='''σκίμπτομαι''': (Kall. ''POxy''. 2080, 49 [σ]κιμπ[τόμενο]ν. H. auch Akt. σκίμπτει),<br />{skímptomai}<br />'''Forms''': Aor. σκίμψασθαι (Pi.), Pass. σκιμφθῆναι (Hp.), Perf. Pass. ἀπεσκίμφθαι (Pi.), meist mit ἐν(ι)-: ἐν(ι)-σκίμψαι (''P'' 437, Pi., A. R., Nik.), -σκιμφθῆναι (Π 612 = Ρ 528)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘werfen, schleudern, sich hinwerfen, hinstürzen, (sich) stemmen’; κίμψαντες· ἐρείσαντες, στηρίξαντες H. Einzelheiten bei Solmsen Wortforsch. 206f.; s. auch Bechtel Dial.3, 331 (z.T. abweichend).<br />'''Etymology''': Ep. poet. Verb, einerseits an [[σκήπτω]] (-ομαι), anderseits an [[χρίμπτω]] (-ομαι) erinnernd (vgl. Nik. ''Th''. 336 ἐνισκίμψῃ mit [[variae lectiones|vv.ll.]] -χρίμψῃ und -σκήψῃ), vielleicht durch Kreuzung von beiden entstanden (vgl. Güntert Reimwortbildungen 29). Gewöhnlich mit [[σκίπων]] verbunden (s. d.).<br />'''Page''' 2,732
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίμπτομαι Medium diacritics: σκίμπτομαι Low diacritics: σκίμπτομαι Capitals: ΣΚΙΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: skímptomai Transliteration B: skimptomai Transliteration C: skimptomai Beta Code: ski/mptomai

English (LSJ)

= σκήπτω, press forward, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.P.4.224; cf. <

French (Bailly abrégé)

c. σκήπτω.
Étymologie: cf. σκίπων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίμπτομαι [~ σκίπων?] stevig neerzetten. Pind.

Russian (Dvoretsky)

σκίμπτομαι: упирать, нажимать (ἄροτρον Pind.).

English (Slater)

σκίμπτομαι set fast, place firmly ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)

Greek Monolingual

Α
1. μπήγομαι, καρφώνομαι
2. ωθώ προς τα εμπρός
3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)
4. μτφ. καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων και την οικογένεια του σκήπτω. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα σκήπτω και χρίμπτω «πλησιάζω, εγγίζω», υπόθεση που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

σκίμπτομαι: = σκήπτομαι, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, προφασίζομαι, επικαλούμαι, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπτομαι: σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to throw, to sling, to throw oneself down, to fall down, to uphold (oneself) (Call. POxy. 2080, 49 [σ]κιμπ[τόμενο]ν H., also act. σκίμπτει); κίμψαντες ἐρείσαντες, στηρίξαντες H. Details in Solmsen Wortforsch. 206f.; s. also Bechtel Dial.3, 331 (partly diff.).
Other forms: Aor. σκίμψασθαι (Pi.), pass. σκιμφθῆναι (Hp.), perf. pass. ἀπ-εσκίμφθαι (Pi.), mostly with ἐν(ι)-: ἐν(ι)-σκίμψαι (P 437, Pi., A. R., Nic.), -σκιμφθῆναι (Π 612 = Ρ 528).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Ep. poet. verb, reminding on the one hand of σκήπτω (-ομαι), on the other of χρίμπτω (-ομαι); cf. Nic. Th. 336 ἐνι-σκίμψῃ with vv.ll. -χρίμψῃ and -σκήψῃ), perhaps arisen from cross of both (vgl. Güntert Reimwortbildungen 29). Usually connceted with σκίπων (s. v.).

Middle Liddell

σκίμπτομαι, = σκήπτομαι]
to allege, Pind.

Frisk Etymology German

σκίμπτομαι: (Kall. POxy. 2080, 49 [σ]κιμπ[τόμενο]ν. H. auch Akt. σκίμπτει),
{skímptomai}
Forms: Aor. σκίμψασθαι (Pi.), Pass. σκιμφθῆναι (Hp.), Perf. Pass. ἀπεσκίμφθαι (Pi.), meist mit ἐν(ι)-: ἐν(ι)-σκίμψαι (P 437, Pi., A. R., Nik.), -σκιμφθῆναι (Π 612 = Ρ 528)
Grammar: v.
Meaning: ‘werfen, schleudern, sich hinwerfen, hinstürzen, (sich) stemmen’; κίμψαντες· ἐρείσαντες, στηρίξαντες H. Einzelheiten bei Solmsen Wortforsch. 206f.; s. auch Bechtel Dial.3, 331 (z.T. abweichend).
Etymology: Ep. poet. Verb, einerseits an σκήπτω (-ομαι), anderseits an χρίμπτω (-ομαι) erinnernd (vgl. Nik. Th. 336 ἐνισκίμψῃ mit vv.ll. -χρίμψῃ und -σκήψῃ), vielleicht durch Kreuzung von beiden entstanden (vgl. Güntert Reimwortbildungen 29). Gewöhnlich mit σκίπων verbunden (s. d.).
Page 2,732