ἱκετήριος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iketirios
|Transliteration C=iketirios
|Beta Code=i(keth/rios
|Beta Code=i(keth/rios
|Definition=poet. ἱκτήριος, α, ον, as Adj. in the latter form only, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">fit for suppliants</b>, <b class="b3">ἱ. θησαυρός</b>, of hair offered to a god, <span class="bibl">S. <span class="title">Aj.</span>1175</span>; κλάδοι <span class="bibl">Id.<span class="title">OT</span>3</span>; <b class="b3">ἱκτήριοι</b>,= <b class="b3">ἱκέται</b>, ib.<span class="bibl">327</span>; <b class="b3">φωτῶν ἱκτήρια</b>, = [[φῶτας ἱκτηρίους]], <span class="bibl">Id.<span class="title">OC</span>923</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἱκετηρία</b>, poet. <b class="b3">ἱκτηρία</b>, Ion. <b class="b3">ἱκετηρίη</b> (sc. <b class="b3">ῥάβδος</b>), ἡ, <b class="b2">olive-branch which the suppliant held in his hand</b> as a symbol of his condition, λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>192</span>; <b class="b3">ἱκετηρίην λαβεῖν, φέρειν</b>, <span class="bibl">Hdt.5.51</span>, <span class="bibl">7.141</span>; ἱκετηρίαν ἔχειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>383</span>; καταθεῖναι ἐν τῷ Ἐλευσινίῳ <span class="bibl">And.1.110</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>1.9</span> (iv B.C.); esp. of petitions laid before the Athenian people, <b class="b3">ἱ. θεῖναι</b> And.l.c., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>43.6</span> (less correctly θέσθαι <span class="bibl">Poll.8.96</span>, wh. is a later use, cf. <span class="title">SIG</span>2666.6 (Samos)); ὑπὲρ θυγατρὸς ἱ. τιθεμένη <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>326.3</span> (iii A.D.); <b class="b3">ἱ. ἔθηκεν παρ' ὑμῖν</b>,= <b class="b3">ἱκέτευσεν ὑμᾶς</b>, <span class="bibl">D.18.107</span>, cf. <span class="bibl">24.12</span>; ὑπὲρ τοῦ μισθοῦ ἱ. θεῖναι εἰς τὴν βουλήν <span class="bibl">Aeschin.1.104</span>, cf. <span class="bibl">2.15</span>; later <b class="b3">ἱ. πέμπειν, προβάλλεσθαι</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>28</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>3.26</span>; <b class="b3">ἱκετηρίας προσενέγκας, ἱκετηρίαν προσάγειν</b>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>5.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>71 i 3</span> (iv A.D.): metaph., <b class="b3">ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν</b>, where the suppliant represents herself as the olive-branch, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1216</span>; νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν προκεῖσθαι <span class="bibl">D.43.83</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἱκεσία]], v.l. in <span class="bibl">Isoc.8.138</span> (pl.), cf. <span class="bibl">Plb.3.112.8</span> (pl.), Jul.<b class="b2">ad Ath</b>.275c, <span class="bibl">Hld.7.7</span>.</span>
|Definition=poet. [[ἱκτήριος]], α, ον, as adjective in the latter form only,<br><span class="bld">A</span> of or [[fit for suppliants]], <b class="b3">ἱ. θησαυρός</b>, of hair offered to a god, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1175; κλάδοι Id.''OT''3; [[ἱκτήριοι]], = [[ἱκέται]], ib.327; <b class="b3">φωτῶν ἱκτήρια</b>, = [[φῶτας ἱκτηρίους]], Id.''OC''923.<br><span class="bld">II</span> [[ἱκετηρία]], ''poet.'' [[ἱκτηρία]], Ion. [[ἱκετηρίη]] (''[[sc.]]'' [[ῥάβδος]]), ἡ, [[olive-branch which the suppliant held in his hand]] as a symbol of his condition, λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας A.''Supp.''192; <b class="b3">ἱκετηρίην λαβεῖν, φέρειν</b>, [[Herodotus|Hdt.]]5.51, 7.141; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar.''Pl.''383; καταθεῖναι ἐν τῷ Ἐλευσινίῳ And.1.110, cf. ''UPZ''1.9 (iv B.C.); especially of petitions laid before the Athenian people, <b class="b3">ἱ. θεῖναι</b> And.l.c., Arist.''Ath.''43.6 (less correctly θέσθαι Poll.8.96, wh. is a later use, cf. ''SIG''2666.6 (Samos)); ὑπὲρ θυγατρὸς ἱ. τιθεμένη ''PTeb.''326.3 (iii A.D.); <b class="b3">ἱ. ἔθηκεν παρ' ὑμῖν</b>, = <b class="b3">ἱκέτευσεν ὑμᾶς</b>, D.18.107, cf. 24.12; ὑπὲρ τοῦ μισθοῦ ἱ. θεῖναι εἰς τὴν βουλήν Aeschin.1.104, cf. 2.15; later <b class="b3">ἱ. πέμπειν, προβάλλεσθαι</b>, Plu.''Pomp.''28, Ael.''VH''3.26; <b class="b3">ἱκετηρίας προσενέγκας, ἱκετηρίαν προσάγειν</b>, ''Ep.Hebr.''5.7, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''71 i 3 (iv A.D.): metaph., <b class="b3">ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν</b>, where the suppliant represents herself as the olive-branch, E.''IA''1216; νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν προκεῖσθαι D.43.83.<br><span class="bld">2</span> = [[ἱκεσία]], [[varia lectio|v.l.]] in Isoc.8.138 (pl.), cf. Plb.3.112.8 (pl.), Jul. [[ad Ath]].275c, Hld.7.7.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[suppliant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκετήριος''': συγκεκομ. [[ἱκτήριος]], -α, -ον, ὡς ἐπίθ. μόνον ἐν τῷ δευτέρῳ τύπῳ· ([[ἱκέτης]])· - [[ἱκτήριος]] [[θησαυρός]], ἐπὶ [[κόμης]] προσφερομένης εἰς νεκρόν, Σοφ. Αἴ. 1175· ἱκτήριοι ἱκέται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 327· φωτῶν ἱκτήρια = φῶτας ἱκτήριους ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 923. ΙΙ. ἱκετήρια, Ἰων. -ίη, (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ῥάβδος]]), ἡ, [[κλάδος]] ἐλαίας ὃν ὁ [[ἱκέτης]] ἐκράτει ἐν τῇ χειρὶ ὡς [[σύμβολον]] τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀξιώσεών του, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Αἰσχύλ. Ἱκ. 192· ἱκετηρίην λαμβάνειν, φέρειν Ἡρόδ. 5. 51., 7. 141· ἱκετηρίην ἔχειν Ἀριστοφ. Πλ. 383· τιθέναι Ἀνδοκ. 15. 2.ἱκ. ἔθηκεν παρ’ ὑμῖν, ἱκέτευσεν ὑμᾶς Δημ. 262. 16, πρβλ. 703. 23· ὑπέρ τινος ἱκ. τιθέναι εἰς τὴν βουλὴν Αἰσχίν. 14. 41, πρβλ. 36. 11· ἱκ. καταθεῖναι Ἀνδοκ. 15. 1· θέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 394· προβάλλεσθαι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 26· οὕτω, κλάδοι ἱκτήριοι Σοφ. Ο. Τ. 3· - [[ὡσαύτως]], κατὰ ἰσχυρὰν μεταφοράν, ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]], [[ἔνθα]] ὁ [[ἱκέτης]] παριστᾷ ἑαυτὸν ὡς κλάδον ἐλαίας, Εὐρ. Ι. Α. 1216· οὕτω νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν προκεῖσθαι Δημ. 1078. 26. 2) [[ἱκεσία]], Ἰσοκρ. 186D (διάφ. γραφ. ἱκετείας), Πολύβ. 3. 112, 8, Ἡλιόδ. 7. 7.
|lstext='''ἱκετήριος''': συγκεκομ. [[ἱκτήριος]], -α, -ον, ὡς ἐπίθ. μόνον ἐν τῷ δευτέρῳ τύπῳ· ([[ἱκέτης]])· - [[ἱκτήριος]] [[θησαυρός]], ἐπὶ [[κόμης]] προσφερομένης εἰς νεκρόν, Σοφ. Αἴ. 1175· ἱκτήριοι ἱκέται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 327· φωτῶν ἱκτήρια = φῶτας ἱκτήριους ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 923. ΙΙ. ἱκετήρια, Ἰων. -ίη, (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ῥάβδος]]), ἡ, [[κλάδος]] ἐλαίας ὃν ὁ [[ἱκέτης]] ἐκράτει ἐν τῇ χειρὶ ὡς [[σύμβολον]] τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀξιώσεών του, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Αἰσχύλ. Ἱκ. 192· ἱκετηρίην λαμβάνειν, φέρειν Ἡρόδ. 5. 51., 7. 141· ἱκετηρίην ἔχειν Ἀριστοφ. Πλ. 383· τιθέναι Ἀνδοκ. 15. 2.ἱκ. ἔθηκεν παρ’ ὑμῖν, ἱκέτευσεν ὑμᾶς Δημ. 262. 16, πρβλ. 703. 23· ὑπέρ τινος ἱκ. τιθέναι εἰς τὴν βουλὴν Αἰσχίν. 14. 41, πρβλ. 36. 11· ἱκ. καταθεῖναι Ἀνδοκ. 15. 1· θέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 394· προβάλλεσθαι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 26· οὕτω, κλάδοι ἱκτήριοι Σοφ. Ο. Τ. 3· - [[ὡσαύτως]], κατὰ ἰσχυρὰν μεταφοράν, ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]], [[ἔνθα]] ὁ [[ἱκέτης]] παριστᾷ ἑαυτὸν ὡς κλάδον ἐλαίας, Εὐρ. Ι. Α. 1216· οὕτω νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν προκεῖσθαι Δημ. 1078. 26. 2) [[ἱκεσία]], Ἰσοκρ. 186D (διάφ. γραφ. ἱκετείας), Πολύβ. 3. 112, 8, Ἡλιόδ. 7. 7.
}}
}}
{{bailly
{{Thayer
|btext=α, ον :<br />suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
|txtha=[[ἱκετηρία]], ἱκετηριον ([[ἱκέτης]] a [[suppliant]]), pertaining to a [[suppliant]], [[fit]] for a [[suppliant]]; ἡ [[ἱκετηρία]], as a [[substantive]], [[namely]], [[ἐλαία]] or ῤάβδος;<br /><b class="num">1.</b> an [[olive]]-[[branch]]; for suppliants approached the [[one]] whose [[aid]] [[they]] would implore holding an [[olive]]-[[branch]] entwined [[with]] [[white]] [[wool]] and fillets, to [[signify]] [[that]] [[they]] came as suppliants (cf. Trench, § 51, [[under]] the [[end]]): λαμβάνειν ἱκετηριαν, [[Herodotus]] 5,51; ἱκετηριαν τιθέναι or προβάλλεσθαι [[παρά]] τίνι, etc.<br /><b class="num">2.</b> equivalent to [[ἱκεσία]], [[supplication]] (Isocrates, p. 186d. [[vat]].; [[Polybius]]; δεήσεις ([[Polybius]] 3,112, 8; [[singular]] Sept.), Hebrews 5:7.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱκετήριος:''' συγκεκ. [[τύπος]] [[ἱκτήριος]], -α, -ον ([[ἱκέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή είναι [[κατάλληλος]] για ικέτες, [[ἱκτήριος]] [[θησαυρός]], λέγεται για τα μαλλιά, [[τρίχες]], που προσφέρονται στον νεκρό, σε Σοφ.· <i>ἱκτήριοι = ἱκέται</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἱκετηρία]], Ιων. <i>-ίη</i> (ενν. [[ῥάβδος]]), <i>ἡ</i>, [[κλαδί]] [[ελιάς]] το οποίο κρατούσε ο [[ικέτης]] σαν [[σύμβολο]] της κατάστασής του και των αξιώσεών του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, <i>κλάδοι ἱκτήριοι</i>, σε Σοφ.· μεταφ., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]], [[προσκολλώ]] το [[σώμα]] μου στα γόνατά [[σου]] σαν ικετευτικό [[κλαδί]] [[ελιάς]], σε Ευρ.· ομοίως, <i>νομίζετε τὸν παῖδα ἱκετηρίαν προκεῖσθαι</i>, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἱκέτης]]<br /><b class="num">I.</b> of or fit for suppliants, ἱκτ. [[θησαυρός]], of [[hair]] offered to a god, Soph.; ἱκτήριοι = ἱκέται, Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[ἱκετηρία]], ionic -ίη, (sub. ῥάβδοσ), an [[olive]]-[[branch]] [[which]] the [[suppliant]] held as a [[symbol]] of his [[condition]], Hdt., Ar., etc.; so, κλάδοι ἱκτήριοι Soph.:—metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]] I [[attach]] my [[body]] to thy knees as a [[suppliant]] [[olive]]-[[branch]], Eur.; so, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκτηρίαν προκεῖσθαι Dem.
}}
{{pape
|ptext=(vgl. [[ἱκτήρ]] und [[ἱκτήριος]]), <i>zum Schutzflehenden [[gehörig]], ihn [[betreffend]]</i>, wohl nur im kom., ἱκετηρίαν γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] ἐμόν, [[fußfällig]] flehe ich, Eur. <i>I.A</i>. 1216; gew. ἡ [[ἱκετηρία]], ''[[sc.]]'' [[ἐλαία]] oder [[ῥάβδος]], <i>der [[Ölzweig]], den der [[Schutzflehende]] in den Händen hält</i>, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Aesch. <i>Suppl</i>. 189; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar. <i>Plut</i>. 383; ἱκετηρίην [[λαβών]] Her. 5.51; ἱκετηρίας τάσδε ἥκομεν φέροντες 7.141; bes. ἱκετηρίαν [[θεῖναι]], <i>als Schutzflehender [[erscheinen]] und den [[Ölzweig]] [[niederlegen]]</i>, überhaupt <i>[[anflehen]]</i>, Andoc. 1.110 ff.; παρά τινι, Dem. 24.12, 53, der [[sogar]] sagt νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν [[ὑμῖν]] προκεῖσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν τετελευτηκότων, 43.83, daß er euch anflehe im [[Namen]] der [[Toten]]; ὑπέρ τινος ἐν τῷ δήμῳ Aesch. 2.15, wie εἰς τὴν βουλήν 1.104; auch [[καταθεῖναι]] und ἔχειν, Din. 1.18; προβάλλεσθαι, Ael. <i>V.H</i>. 3.26; πέμπειν, Plut. <i>Pomp</i>. 28; bei Isocr. 8.138 hat Bekker für πολλὰς ἱκετηρίας καὶ δεήσεις ποιούμενοι nach einem ms. ἱκετείας [[geschrieben]]; vgl. Pol. 3.112 θυσίαι καὶ [[θεῶν]] ἱκετηρίαι καὶ δεήσεις [[ἐπεῖχον]] τὴν πόλιν.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετήριος Medium diacritics: ἱκετήριος Low diacritics: ικετήριος Capitals: ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: hiketḗrios Transliteration B: hiketērios Transliteration C: iketirios Beta Code: i(keth/rios

English (LSJ)

poet. ἱκτήριος, α, ον, as adjective in the latter form only,
A of or fit for suppliants, ἱ. θησαυρός, of hair offered to a god, S.Aj.1175; κλάδοι Id.OT3; ἱκτήριοι, = ἱκέται, ib.327; φωτῶν ἱκτήρια, = φῶτας ἱκτηρίους, Id.OC923.
II ἱκετηρία, poet. ἱκτηρία, Ion. ἱκετηρίη (sc. ῥάβδος), ἡ, olive-branch which the suppliant held in his hand as a symbol of his condition, λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας A.Supp.192; ἱκετηρίην λαβεῖν, φέρειν, Hdt.5.51, 7.141; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar.Pl.383; καταθεῖναι ἐν τῷ Ἐλευσινίῳ And.1.110, cf. UPZ1.9 (iv B.C.); especially of petitions laid before the Athenian people, ἱ. θεῖναι And.l.c., Arist.Ath.43.6 (less correctly θέσθαι Poll.8.96, wh. is a later use, cf. SIG2666.6 (Samos)); ὑπὲρ θυγατρὸς ἱ. τιθεμένη PTeb.326.3 (iii A.D.); ἱ. ἔθηκεν παρ' ὑμῖν, = ἱκέτευσεν ὑμᾶς, D.18.107, cf. 24.12; ὑπὲρ τοῦ μισθοῦ ἱ. θεῖναι εἰς τὴν βουλήν Aeschin.1.104, cf. 2.15; later ἱ. πέμπειν, προβάλλεσθαι, Plu.Pomp.28, Ael.VH3.26; ἱκετηρίας προσενέγκας, ἱκετηρίαν προσάγειν, Ep.Hebr.5.7, POxy.71 i 3 (iv A.D.): metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν, where the suppliant represents herself as the olive-branch, E.IA1216; νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν προκεῖσθαι D.43.83.
2 = ἱκεσία, v.l. in Isoc.8.138 (pl.), cf. Plb.3.112.8 (pl.), Jul. ad Ath.275c, Hld.7.7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
suppliant.
Étymologie: ἱκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήριος: συγκεκομ. ἱκτήριος, -α, -ον, ὡς ἐπίθ. μόνον ἐν τῷ δευτέρῳ τύπῳ· (ἱκέτης)· - ἱκτήριος θησαυρός, ἐπὶ κόμης προσφερομένης εἰς νεκρόν, Σοφ. Αἴ. 1175· ἱκτήριοι ἱκέται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 327· φωτῶν ἱκτήρια = φῶτας ἱκτήριους ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 923. ΙΙ. ἱκετήρια, Ἰων. -ίη, (ἐξυπακουομ. τοῦ ῥάβδος), ἡ, κλάδος ἐλαίας ὃν ὁ ἱκέτης ἐκράτει ἐν τῇ χειρὶ ὡς σύμβολον τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀξιώσεών του, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Αἰσχύλ. Ἱκ. 192· ἱκετηρίην λαμβάνειν, φέρειν Ἡρόδ. 5. 51., 7. 141· ἱκετηρίην ἔχειν Ἀριστοφ. Πλ. 383· τιθέναι Ἀνδοκ. 15. 2.ἱκ. ἔθηκεν παρ’ ὑμῖν, ἱκέτευσεν ὑμᾶς Δημ. 262. 16, πρβλ. 703. 23· ὑπέρ τινος ἱκ. τιθέναι εἰς τὴν βουλὴν Αἰσχίν. 14. 41, πρβλ. 36. 11· ἱκ. καταθεῖναι Ἀνδοκ. 15. 1· θέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 394· προβάλλεσθαι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 26· οὕτω, κλάδοι ἱκτήριοι Σοφ. Ο. Τ. 3· - ὡσαύτως, κατὰ ἰσχυρὰν μεταφοράν, ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν, ἔνθαἱκέτης παριστᾷ ἑαυτὸν ὡς κλάδον ἐλαίας, Εὐρ. Ι. Α. 1216· οὕτω νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν προκεῖσθαι Δημ. 1078. 26. 2) ἱκεσία, Ἰσοκρ. 186D (διάφ. γραφ. ἱκετείας), Πολύβ. 3. 112, 8, Ἡλιόδ. 7. 7.

English (Thayer)

ἱκετηρία, ἱκετηριον (ἱκέτης a suppliant), pertaining to a suppliant, fit for a suppliant; ἡ ἱκετηρία, as a substantive, namely, ἐλαία or ῤάβδος;
1. an olive-branch; for suppliants approached the one whose aid they would implore holding an olive-branch entwined with white wool and fillets, to signify that they came as suppliants (cf. Trench, § 51, under the end): λαμβάνειν ἱκετηριαν, Herodotus 5,51; ἱκετηριαν τιθέναι or προβάλλεσθαι παρά τίνι, etc.
2. equivalent to ἱκεσία, supplication (Isocrates, p. 186d. vat.; Polybius; δεήσεις (Polybius 3,112, 8; singular Sept.), Hebrews 5:7.

Greek Monotonic

ἱκετήριος: συγκεκ. τύπος ἱκτήριος, -α, -ον (ἱκέτης
I. αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για ικέτες, ἱκτήριος θησαυρός, λέγεται για τα μαλλιά, τρίχες, που προσφέρονται στον νεκρό, σε Σοφ.· ἱκτήριοι = ἱκέται, στον ίδ.
II. ἱκετηρία, Ιων. -ίη (ενν. ῥάβδος), , κλαδί ελιάς το οποίο κρατούσε ο ικέτης σαν σύμβολο της κατάστασής του και των αξιώσεών του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, κλάδοι ἱκτήριοι, σε Σοφ.· μεταφ., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν, προσκολλώ το σώμα μου στα γόνατά σου σαν ικετευτικό κλαδί ελιάς, σε Ευρ.· ομοίως, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκετηρίαν προκεῖσθαι, σε Δημ.

Middle Liddell

ἱκέτης
I. of or fit for suppliants, ἱκτ. θησαυρός, of hair offered to a god, Soph.; ἱκτήριοι = ἱκέται, Soph.
II. ἱκετηρία, ionic -ίη, (sub. ῥάβδοσ), an olive-branch which the suppliant held as a symbol of his condition, Hdt., Ar., etc.; so, κλάδοι ἱκτήριοι Soph.:—metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν I attach my body to thy knees as a suppliant olive-branch, Eur.; so, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκτηρίαν προκεῖσθαι Dem.

German (Pape)

(vgl. ἱκτήρ und ἱκτήριος), zum Schutzflehenden gehörig, ihn betreffend, wohl nur im kom., ἱκετηρίαν γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα ἐμόν, fußfällig flehe ich, Eur. I.A. 1216; gew. ἡ ἱκετηρία, sc. ἐλαία oder ῥάβδος, der Ölzweig, den der Schutzflehende in den Händen hält, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Aesch. Suppl. 189; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar. Plut. 383; ἱκετηρίην λαβών Her. 5.51; ἱκετηρίας τάσδε ἥκομεν φέροντες 7.141; bes. ἱκετηρίαν θεῖναι, als Schutzflehender erscheinen und den Ölzweig niederlegen, überhaupt anflehen, Andoc. 1.110 ff.; παρά τινι, Dem. 24.12, 53, der sogar sagt νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι ὑπὲρ τῶν τετελευτηκότων, 43.83, daß er euch anflehe im Namen der Toten; ὑπέρ τινος ἐν τῷ δήμῳ Aesch. 2.15, wie εἰς τὴν βουλήν 1.104; auch καταθεῖναι und ἔχειν, Din. 1.18; προβάλλεσθαι, Ael. V.H. 3.26; πέμπειν, Plut. Pomp. 28; bei Isocr. 8.138 hat Bekker für πολλὰς ἱκετηρίας καὶ δεήσεις ποιούμενοι nach einem ms. ἱκετείας geschrieben; vgl. Pol. 3.112 θυσίαι καὶ θεῶν ἱκετηρίαι καὶ δεήσεις ἐπεῖχον τὴν πόλιν.