ὑποπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypopimplimi
|Transliteration C=ypopimplimi
|Beta Code=u(popi/mplhmi
|Beta Code=u(popi/mplhmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fill</b>, φωτὸς τὰς διαστάσεις <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.23</span>; ὑ. τινὰ ἐλπίδος <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>19.4</span>; τὰς ψυχὰς ἡδονῆς <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>11.17</span>:—Pass., <b class="b3">πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος</b> now <b class="b2">beginning to have</b> a beard, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Prt.</span>309a</span>; γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>253e</span>; <b class="b3">ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων</b> <b class="b2">have my</b> eyes <b class="b2">filling</b> with tears, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span> 12.2</span>: later also c. dat., ὑ. δάκρυσιν <span class="title">AP</span>5.274 (Paul. Sil.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., of women, <b class="b3">τέκνων ὑποπλησθῆναι</b> <b class="b2">become mothers of many</b> children, <span class="bibl">Hdt.6.138</span>: abs., <b class="b2">become pregnant</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>12.21</span>, <span class="bibl">Poll.3.49</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[fill]], φωτὸς τὰς διαστάσεις Ael.''NA''1.23; ὑ. τινὰ ἐλπίδος Philostr.''Her.''19.4; τὰς ψυχὰς ἡδονῆς Lib.''Or.''11.17:—Pass., <b class="b3">πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος</b> now [[beginning to have]] a beard, Pl. ''Prt.''309a; γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''253e; <b class="b3">ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων</b> [[have my]] eyes [[filling]] with tears, Luc.''DMar.'' 12.2: later also c. dat., ὑ. δάκρυσιν ''AP''5.274 (Paul. Sil.).<br><span class="bld">II</span> Pass., of women, <b class="b3">τέκνων ὑποπλησθῆναι</b> [[become mothers of many]] children, [[Herodotus|Hdt.]]6.138: abs., [[become pregnant]], Ael.''NA''12.21, Poll.3.49.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] (s. [[πίμπλημι]]), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; [[ὅταν]] γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Ueberfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1228.png Seite 1228]] (s. [[πίμπλημι]]), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; [[ὅταν]] γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Überfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποπλήσω, <i>ao.</i> ὑπέπλησα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[remplir presque entièrement]];<br /><b>2</b> [[rendre grosse]] ; <i>Pass.</i> devenir grosse ; τέκνων ὑποπλησθῆναι HDT avoir eu beaucoup d'enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πίμπλημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπίμπλημι:''' мало-помалу или почти до краев наполнять (ὑ. τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc.): ὑποπιμπλαμένη δάκρυσιν Anth. вся в слезах; πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος Plat. уже обросший порядочной бородой; μετεωρολογίας ὑποπιμπλάμενος Plat. весьма образованный в области небесных явлений; τέκνων ὑποπλησθῆναι Her. быть многодетным.
}}
{{ls
|lstext='''ὑποπίμπλημι''': μέλλ. -πλήσω, πληρῶ, [[γεμίζω]] τι κατὰ μικρόν, Αἰλ. π. Ζῴων 1. 23· ἐλπίδος ἐνέπλησε τὸν στρατόν, «κρυφίως ἔπλησε» (Σχόλ. παρὰ Boiss. σ. 600), Φιλόστρ. 732. -Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πυκνὸν πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ· γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 2· - μεταγεν. [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὑπ. δάκρυσιν Ἀνθ. Παλατ. 5. 275. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τέκνων ὑποπλησθῆναι, νὰ γείνωσι μητέρες πολλῶν τέκνων, Ἡρόδ. 6. 138· ἀπολ., [[συλλαμβάνω]], ἐγγαστρώνομαι, ἡ [[παῖς]] τίκτει ὑποπλησθεῖσα ἔκ τινος ἀνδρὸς ἀφανοῦς Αἰλ. π. Ζῴων 12. 21· «ὑπωγκῶσθαι τὴν γαστέρα, ὑποπλησθῆναι, κυοφορεῖν» Πολυδ. Γ΄, 49.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] σε μικρό βαθμό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με αισθήματα και διαθέσεις) [[επιβάλλω]] σταδιακά ή [[υποβάλλω]] («ἐλπίδος ύπέπλησε τὸν στρατόν», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑποπίμπλαμαι</i><br />α) <b>(αμτβ.)</b> [[γεμίζω]] («ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) καλύπτομαι από [[κάτι]] («πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) (για [[γυναίκα]]) [[μένω]] [[έγκυος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τέκνων ὑποπίμπλαμαι»<br />(για [[γυναίκα]]) [[αποκτώ]] [[πολλά]] [[παιδιά]] <b>(Ηροδ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πίμπλημι]] «[[γεμίζω]], [[πληρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-επλήσθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] [[βαθμηδόν]], σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος [[ἤδη]] ὑποπιμπλάμενος, αυτός που ήδη ξεκινά να έχει [[πυκνά]] γένια, [[γενειάδα]], [[μούσι]], σε Πλάτ.· <i>ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων</i>, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, <i>τέκνων ὑποπλησθῆναι</i>, να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πλήσω Pass., aor1 ὑπ-επλήσθην<br /><b class="num">I.</b> to [[fill]] by degrees:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now [[beginning]] to [[have]] a [[thick]] [[beard]], Plat.; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων [[have]] my eyes filling with tears, Luc.<br /><b class="num">II.</b> in Pass. of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι to [[become]] mothers of [[many]] children, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπίμπλημι Medium diacritics: ὑποπίμπλημι Low diacritics: υποπίμπλημι Capitals: ΥΠΟΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: hypopímplēmi Transliteration B: hypopimplēmi Transliteration C: ypopimplimi Beta Code: u(popi/mplhmi

English (LSJ)

A fill, φωτὸς τὰς διαστάσεις Ael.NA1.23; ὑ. τινὰ ἐλπίδος Philostr.Her.19.4; τὰς ψυχὰς ἡδονῆς Lib.Or.11.17:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a beard, Pl. Prt.309a; γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι Id.Phdr.253e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.DMar. 12.2: later also c. dat., ὑ. δάκρυσιν AP5.274 (Paul. Sil.).
II Pass., of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι become mothers of many children, Hdt.6.138: abs., become pregnant, Ael.NA12.21, Poll.3.49.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πίμπλημι), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; ὅταν γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησθεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησθῆναι ist = Überfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποπλήσω, ao. ὑπέπλησα, etc.
1 remplir presque entièrement;
2 rendre grosse ; Pass. devenir grosse ; τέκνων ὑποπλησθῆναι HDT avoir eu beaucoup d'enfants.
Étymologie: ὑπό, πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπίμπλημι: мало-помалу или почти до краев наполнять (ὑ. τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc.): ὑποπιμπλαμένη δάκρυσιν Anth. вся в слезах; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. уже обросший порядочной бородой; μετεωρολογίας ὑποπιμπλάμενος Plat. весьма образованный в области небесных явлений; τέκνων ὑποπλησθῆναι Her. быть многодетным.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, πληρῶ, γεμίζω τι κατὰ μικρόν, Αἰλ. π. Ζῴων 1. 23· ἐλπίδος ἐνέπλησε τὸν στρατόν, «κρυφίως ἔπλησε» (Σχόλ. παρὰ Boiss. σ. 600), Φιλόστρ. 732. -Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πυκνὸν πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ· γαργαλισμοῦ ὑποπλησθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 2· - μεταγεν. ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. δάκρυσιν Ἀνθ. Παλατ. 5. 275. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τέκνων ὑποπλησθῆναι, νὰ γείνωσι μητέρες πολλῶν τέκνων, Ἡρόδ. 6. 138· ἀπολ., συλλαμβάνω, ἐγγαστρώνομαι, ἡ παῖς τίκτει ὑποπλησθεῖσα ἔκ τινος ἀνδρὸς ἀφανοῦς Αἰλ. π. Ζῴων 12. 21· «ὑπωγκῶσθαι τὴν γαστέρα, ὑποπλησθῆναι, κυοφορεῖν» Πολυδ. Γ΄, 49.

Greek Monolingual

Α
1. γεμίζω κάτι σε μικρό βαθμό
2. μτφ. (σχετικά με αισθήματα και διαθέσεις) επιβάλλω σταδιακά ή υποβάλλω («ἐλπίδος ύπέπλησε τὸν στρατόν», Φιλόστρ.)
3. παθ. ὑποπίμπλαμαι
α) (αμτβ.) γεμίζω («ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων», Λουκιαν.)
β) καλύπτομαι από κάτι («πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος», Πλάτ.)
γ) (για γυναίκα) μένω έγκυος
4. φρ. «τέκνων ὑποπίμπλαμαι»
(για γυναίκα) αποκτώ πολλά παιδιά (Ηροδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πίμπλημι «γεμίζω, πληρώ»].

Greek Monotonic

ὑποπίμπλημι: μέλ. -πλήσω — Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-επλήσθην·
I. γεμίζω βαθμηδόν, σταδιακά, λίγο-λίγο — Παθ., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, αυτός που ήδη ξεκινά να έχει πυκνά γένια, γενειάδα, μούσι, σε Πλάτ.· ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων, έχοντας τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, σε Λουκ.
II. σε Παθ., λέγεται για γυναίκες, τέκνων ὑποπλησθῆναι, να γίνουν μητέρες πολλών παιδιών, τέκνων, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -πλήσω Pass., aor1 ὑπ-επλήσθην
I. to fill by degrees:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a thick beard, Plat.; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.
II. in Pass. of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι to become mothers of many children, Hdt.