ὀνομαστός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onomastos
|Transliteration C=onomastos
|Beta Code=o)nomasto/s
|Beta Code=o)nomasto/s
|Definition=ὀνομαστή, ὀνομαστόν, in dialects ὀνῠμ- Pi.''P.''1.38 (as pr. n. of a Delphian, ''Berl.Sitzb.''1927.158 (Cyrene)):—<br><span class="bld">A</span> [[named]], to [[be named]], and <b class="b3">οὐκ ὀνομαστός</b> [[not to be named]] or [[mentioned]], i.e. [[abominable]], Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.''Th.''148.<br><span class="bld">II</span> [[of name]] or [[note]], [[famous]], Thgn.23, Pi.l.c., Hdt.4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc.: Comp. and Sup., Hdt.6.126,2.178.<br><span class="bld">2</span> of things, [[notable]], ὀνομαστὰ πράσσων E.''HF''509.
|Definition=ὀνομαστή, ὀνομαστόν, in dialects ὀνῠμ- Pi.''P.''1.38 (as pr. n. of a Delphian, ''Berl.Sitzb.''1927.158 (Cyrene)):—<br><span class="bld">A</span> [[named]], to [[be named]], and <b class="b3">οὐκ ὀνομαστός</b> [[not to be named]] or [[mentioned]], i.e. [[abominable]], Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.''Th.''148.<br><span class="bld">II</span> [[of name]] or [[note]], [[famous]], Thgn.23, Pi.l.c., [[Herodotus|Hdt.]]4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc.: Comp. and Sup., [[Herodotus|Hdt.]]6.126,2.178.<br><span class="bld">2</span> of things, [[notable]], ὀνομαστὰ πράσσων E.''HF''509.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστός Medium diacritics: ὀνομαστός Low diacritics: ονομαστός Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: onomastós Transliteration B: onomastos Transliteration C: onomastos Beta Code: o)nomasto/s

English (LSJ)

ὀνομαστή, ὀνομαστόν, in dialects ὀνῠμ- Pi.P.1.38 (as pr. n. of a Delphian, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene)):—
A named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i.e. abominable, Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.Th.148.
II of name or note, famous, Thgn.23, Pi.l.c., Hdt.4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc.: Comp. and Sup., Hdt.6.126,2.178.
2 of things, notable, ὀνομαστὰ πράσσων E.HF509.

German (Pape)

[Seite 349] genannt, zu nennen, οὐκ ὀνομαστός, unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, τέμενος οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut nommer ou prononcer : οὐκ ὀνομαστός OD dont il ne faut pas parler ou prononcer le nom;
2 renommé, célèbre;
Cp. ὀνομαστότερος, Sp. ὀνομαστότατος.
Étymologie: ὀνομάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομαστός: ион. οὐνομαστός 3
1 (легко) выразимый: οὐκ ὀ. Hom. невыразимый, несказанный, неописуемый;
2 славный, знаменитый, замечательный (τέμενος Her.; ἄνδρες Plat.; μάχη Plut.): ὀνομαστὰ πράττειν Eur. пользоваться славой.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστός: Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, ἄξιος νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ ὀνομαστός, ἀνάξιος νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, δηλ. βδελυκτός, Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων ὄνομα ἐπίσημον ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, ὀνομαστός, ἐπιφανής, περίφημος, Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἔνδοξος πρᾶξις, περιβόητον πρᾶγμα, ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.

English (Autenrieth)

to be named, w. neg., of a name not to be uttered for the illomen it contains. (Od.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) ονομάζω
αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνομαστά
ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.

Greek Monotonic

ὀνομαστός: Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν (ὀνομάζω),·
I. φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ ὀνομαστός, αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. ακατονόμαστος, βδελυρός, Λατ. infandus, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για ξακουστό όνομα ή φήμη, αξιομνημόνευτος, ξακουστός, επιφανής, περίφημος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὀνομάζω
I. named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i. e. abominable, Lat. infandus, Od.
II. of name or note, notable, famous, Theogn., Hdt., etc.

English (Woodhouse)

celebrated, famous, illustrious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)