ἱπποκόμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippokomos
|Transliteration C=ippokomos
|Beta Code=i(ppoko/mos
|Beta Code=i(ppoko/mos
|Definition=ὁ, ([[κομέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[groom]], [[esquire]], who [[attend]]ed the [[ἱππεύς]] in [[war]], <span class="bibl">Hdt.3.85</span>,<span class="bibl">88</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.6</span>: generally, [[groom]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>261d</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.371.13</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Plb.13.8.3</span>, etc.; ἱπποκόμος τῶν καμήλων <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>2.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adj. [[ἱππόκομος]], ον, ([[κόμη]]) [[decked with horsehair]], [[epithet]] of a [[helmet]] (not in Od.), [[κόρυς]] <span class="bibl">Il.13.132</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 116</span> (anap.); [[πήληξ]] <span class="bibl">Il.16.797</span>; [[τρυφάλεια]] <span class="bibl">13.339</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[κομέω]])<br><span class="bld">A</span> [[groom]], [[esquire]], who [[attend]]ed the [[ἱππεύς]] in [[war]], [[Herodotus|Hdt.]]3.85,88, X.''HG''2.4.6: generally, [[groom]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 261d, ''PSI''4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.; ἱπποκόμος τῶν καμήλων Philostr.''VA''2.1.<br><span class="bld">II</span> Adj. [[ἱππόκομος]], ον, ([[κόμη]]) [[decked with horsehair]], [[epithet]] of a [[helmet]] (not in Od.), [[κόρυς]] Il.13.132, cf. S.''Ant.'' 116 (anap.); [[πήληξ]] Il.16.797; [[τρυφάλεια]] 13.339.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte d’écuyer <i>ou</i> de serviteur qui accompagnait le cavalier en campagne.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κομέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte d'écuyer <i>ou</i> de serviteur qui accompagnait le cavalier en campagne.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κομέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού περιποιεῖται [[τούς]] ἵππους). Ἀπό τό [[ἵππος]] + [[κομέω]] -ῶ (=περιποιοῦμαι), ὅπου δές γιά παράγωγα.
|mantxt=(=αὐτός πού περιποιεῖται [[τούς]] ἵππους). Ἀπό τό [[ἵππος]] + [[κομέω]] -ῶ (=[[περιποιοῦμαι]]), ὅπου δές γιά παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκόμος Medium diacritics: ἱπποκόμος Low diacritics: ιπποκόμος Capitals: ΙΠΠΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hippokómos Transliteration B: hippokomos Transliteration C: ippokomos Beta Code: i(ppoko/mos

English (LSJ)

ὁ, (κομέω)
A groom, esquire, who attended the ἱππεύς in war, Hdt.3.85,88, X.HG2.4.6: generally, groom, Pl.Plt. 261d, PSI4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.; ἱπποκόμος τῶν καμήλων Philostr.VA2.1.
II Adj. ἱππόκομος, ον, (κόμη) decked with horsehair, epithet of a helmet (not in Od.), κόρυς Il.13.132, cf. S.Ant. 116 (anap.); πήληξ Il.16.797; τρυφάλεια 13.339.

German (Pape)

[Seite 1260] Pferde pflegend, haltend, gew. subst., Pferdeknecht, der das Pferd des Ritters im Kriege besorgt, Her. 3, 85; Plat. Polit. 261 d Legg. II, 666 e; Xen. Hell. 2, 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte d'écuyer ou de serviteur qui accompagnait le cavalier en campagne.
Étymologie: ἵππος, κομέω.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκόμος:гиппоком, конюх или коновод (сопровождавший всадника в походе) Her., Thuc., Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκόμος: ὁ, (κομέω) ὡς καὶ νῦν, ἱπποκόμος, προσέτι θεράπων, ἀκόλουθος τοῦ ἱππέως ἐν πολέμῳ, Λατ. equiso, Ἡρόδ. 3. 85, 88, Θουκ. 7. 75, 78, Ξεν., κτλ.

Greek Monolingual

ἱππόκομος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρόκομος, χρυσόκομος].
ο (Α ἱπποκόμος)
αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.)
νεοελλ.
στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τον συνοδεύει στα ταξίδια του κ.λπ., κν. ορντινάτσα
αρχ.
1. ακόλουθος, υπηρέτης ιππέα στον πόλεμο («Δαρείω ἦν ἱπποκόμος ἀνὴρ σοφός», Ηρόδ.)
2. φύλακας ή οδηγός καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσοκόμος, τραπεζοκόμος].

Greek Monotonic

ἱπποκόμος: ὁ (κομέω), ιπποκόμος ή φροντιστής αλόγων, επίσης αυτός που ακολουθούσε τον ἱππέα στον πόλεμο, Λατ. equiso, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἱππο-κόμος, ὁ, κομέω
a groom or esquire, who attended the ἱππεύς in war, Lat. equiso, Hdt., Thuc., etc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού περιποιεῖται τούς ἵππους). Ἀπό τό ἵππος + κομέω -ῶ (=περιποιοῦμαι), ὅπου δές γιά παράγωγα.