παρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parizo
|Transliteration C=parizo
|Beta Code=pari/zw
|Beta Code=pari/zw
|Definition=Aeol. -ίσδω,<br><span class="bld">A</span> [[sit beside]], Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν Od.4.311, cf. Alc.52; π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι Hdt.6.57; ἐν βουλῇ Id.4.165; but,<br><span class="bld">II</span> causal, [[seat beside]], π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα Id.5.20: aor.1, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359:—hence Med. in intr. sense, [[seat oneself]] or [[sit beside]], Hdt.7.18, 8.58, cj. in Bion 2.22; cf. [[παρέζομαι]].
|Definition=Aeol. -ίσδω,<br><span class="bld">A</span> [[sit beside]], Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν Od.4.311, cf. Alc.52; π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι [[Herodotus|Hdt.]]6.57; ἐν βουλῇ Id.4.165; but,<br><span class="bld">II</span> causal, [[seat beside]], π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα Id.5.20: aor.1, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359:—hence Med. in intr. sense, [[seat oneself]] or [[sit beside]], [[Herodotus|Hdt.]]7.18, 8.58, cj. in Bion 2.22; cf. [[παρέζομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίζω Medium diacritics: παρίζω Low diacritics: παρίζω Capitals: ΠΑΡΙΖΩ
Transliteration A: parízō Transliteration B: parizō Transliteration C: parizo Beta Code: pari/zw

English (LSJ)

Aeol. -ίσδω,
A sit beside, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν Od.4.311, cf. Alc.52; π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι Hdt.6.57; ἐν βουλῇ Id.4.165; but,
II causal, seat beside, π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα Id.5.20: aor.1, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359:—hence Med. in intr. sense, seat oneself or sit beside, Hdt.7.18, 8.58, cj. in Bion 2.22; cf. παρέζομαι.

German (Pape)

[Seite 522] (s. ἵζω), daneben setzen, sitzen lassen, τινά τινι, Her. 5, 20; sich bei Einem setzen, Od. 4, 311; daneben sitzen, Her. 4, 165, τινί, 6, 57; so auch med., 5, 18 u. Sp., wie Bion. 15, 22.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire asseoir auprès de : τινά τινι qqn auprès de qqn;
2 intr. s'asseoir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, ἵζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ίζω met acc. en dat. doen zitten bij:. παρίζει Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα hij liet een Macedoniër naast een Pers plaatsnemen Hdt. 5.20.5. zonder acc. met dat. gaan zitten bij:; Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν hij ging naast Telemachus zitten Od. 4.311; ook med.. παριζόμενος Ξέρξῃ terwijl hij bij Xerxes ging zitten Hdt. 7.18.1.

Russian (Dvoretsky)

παρίζω:
1 садиться или сидеть рядом (τινί Hom., Her.);
2 сажать рядом (τινά τινι Her.).

English (Autenrieth)

ipf. παρῖζεν: sit down by, Od. 4.311†.

Greek Monolingual

και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α
1. (το ενεργ
και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι
2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].

Greek Monotonic

παρίζω:I. κάθομαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. μτβ., βάζω ή κάνω κάποιον να καθίσει δίπλα, τινά τινι, σε Ηρόδ. — Μέσ., παρίζομαι, καθίζω τον εαυτό μου ή κάθομαι δίπλα, στον ίδ., σε Βίωνα· αόρ. βʹ παρ-εζόμην, Επικ. προστ. -εζεο, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρίζω: παρακαθέζομαι, καθίζω πλησίον, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν (ὁ Μενέλαος) Ὀδ. Δ. 411˙ παρίζειν βουλεύουσι τοῖς γέρουσιν Ἡρόδ. 6. 57˙ ἐν βουλῇ ὁ αὐτ. 4. 165˙ ἀλλά, ΙΙ. κυρίως τὸ παρίζω ἦτο μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ πλησίον, τόν καθίζω πλησίον, π. ἀνδρὶ Πέρσῃ ἄνδρα Μακεδόνα ὁ αὐτ. 5. 20˙ ἀόρ. α´, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Ἰλ. Ψ. 359˙- ὥστε τὸ μέσον παρίζομαι ἔλαβε τὴν ἀμετάβ. σημασ., καθίζω ἐμαυτὸν ἢ καθέζομαι πλησίον, Ἡρόδ. 7. 18., 8. 58, Βίων 15. 22˙ πρβλ. παρέζομαι.

Middle Liddell


I. to sit beside another, c. dat., Od., Hdt.
II. Causal, to seat or make to sit beside, τινά τινι Hdt.: —Mid. παρίζομαι to seat oneself or sit beside, Hdt., Bion.; aor2 παρ-εζόμην, epic imperat. -εζεο, Hom.