προσποιητός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prospoiitos
|Transliteration C=prospoiitos
|Beta Code=prospoihto/s
|Beta Code=prospoihto/s
|Definition=προσποιητόν, or προσποιητή, προσποιητόν Demarat. ap. Plu.2.309d, or [[προσποίητος]]:—<br><span class="bld">A</span> [[taken to oneself]], [[assumed]], [[affected]], [[pretended]], [[ἐραστής]] Pl.''Ly.''222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. [[καλοκἀγαθία]] Din.3.18; [[φιλανθρωπία]] Arist.''VV''1251b3; [[φυγή]] Demarat. [[l.c.]] Adv. [[προσποιητῶς]] or [[προσποιήτως]], opp. [[τῷ ὄντι]], Pl.''Tht.''174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. [[προσποιητά]] as adverb, Babr.103.5, 106.17.<br><span class="bld">2</span> to [[be adopted]], Stoic.1.57.
|Definition=προσποιητόν, or προσποιητή, προσποιητόν Demarat. ap. Plu.2.309d, or [[προσποίητος]]:—<br><span class="bld">A</span> [[taken to oneself]], [[assumed]], [[affected]], [[pretended]], [[ἐραστής]] Pl.''Ly.''222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. [[καλοκἀγαθία]] Din.3.18; [[φιλανθρωπία]] Arist.''VV''1251b3; [[φυγή]] Demarat. [[l.c.]] Adv. [[προσποιητῶς]] or [[προσποιήτως]], opp. [[τῷ ὄντι]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. [[προσποιητά]] as adverb, Babr.103.5, 106.17.<br><span class="bld">2</span> to [[be adopted]], Stoic.1.57.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 05:30, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποιητός Medium diacritics: προσποιητός Low diacritics: προσποιητός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: prospoiētós Transliteration B: prospoiētos Transliteration C: prospoiitos Beta Code: prospoihto/s

English (LSJ)

προσποιητόν, or προσποιητή, προσποιητόν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—
A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. προσποιητῶς or προσποιήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as adverb, Babr.103.5, 106.17.
2 to be adopted, Stoic.1.57.

German (Pape)

[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Gegensatz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Russian (Dvoretsky)

προσποιητός: и προσποίητος 2 притворный, деланный, напускной (ἐραστής Plat.; ὀργή Arst.; ἔχθραι Dem.; φυγή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῦμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ.προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.

Greek Monotonic

προσποιητός: -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.

Middle Liddell

προσποιητός, όν
taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.

Mantoulidis Etymological

(=ψεύτικος). Ἀπό τό προσποιῶ (=ὑποκρίνομαι) → πρός + ποιέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.