λαίμαργος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laimargos
|Transliteration C=laimargos
|Beta Code=lai/margos
|Beta Code=lai/margos
|Definition=λαίμαργον, [[greedy]], [[gluttonous]], Id.''HA''591b1, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.22.1, etc.; λ. πρὸς τὴν τροφήν [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675a20. Adv. [[λαιμάργως]], ἐσθίειν Stob.4.56. 34.
|Definition=λαίμαργον, [[greedy]], [[gluttonous]], Id.''HA''591b1, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.22.1, etc.; λαίμαργος πρὸς τὴν τροφήν [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675a20. Adv. [[λαιμάργως]], ἐσθίειν Stob.4.56. 34.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0007.png Seite 7]] (od. minder gut nach den Alten von λαιμάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Thieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0007.png Seite 7]] (od. minder gut nach den Alten von λαιμάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, [[gierig]], [[gefräßig]], von Tieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 05:30, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαίμαργος Medium diacritics: λαίμαργος Low diacritics: λαίμαργος Capitals: ΛΑΙΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: laímargos Transliteration B: laimargos Transliteration C: laimargos Beta Code: lai/margos

English (LSJ)

λαίμαργον, greedy, gluttonous, Id.HA591b1, Thphr. CP 1.22.1, etc.; λαίμαργος πρὸς τὴν τροφήν Arist.PA675a20. Adv. λαιμάργως, ἐσθίειν Stob.4.56. 34.

German (Pape)

[Seite 7] (od. minder gut nach den Alten von λαιμάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Tieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
glouton, vorace.
Étymologie: λαιμός, ἀργός¹.

Russian (Dvoretsky)

λαίμαργος:
1 ненасытный, жадный (πρὸς τροφήν Arst.);
2 прожорливый (λύκοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαίμαργος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄπληστος, ἀδηφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27, Θεόφρ. κτλ.· λ. πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 15. Ἐπίρρ. -γως, λ. ἐσθίειν Στοβ. τ. 124. 34. (Κατὰ τοὺς Γραμμ. ἐκ τοῦ λαι- ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ μαργός, ἴδε λα-).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λαίμαργος, -ον, Μ θηλ. και -η)
αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λαίμαργος
βοτ. βλαστός ο οποίος απορροφά μεγάλο μέρος του χυμού του φυτού, αναπτύσσεται σε βάρος άλλων βλαστών και παράγει λίγους ή καθόλου καρπούς
νεοελλ.-μσν.
1. φιλάργυρος
2. ακόρεστος, ανικανοποίητος.
επίρρ...
λαιμάργως και λαίμαργα (Α λαιμάργως)
με λαίμαργο τρόπο, άπληστα, αχόρταγα («λαιμάργως ἐσθίειν», Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. λαιμόμαργος, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία): < λαιμός + -μαργος < μάργος «άπληστος, αδηφάγος» (πρβλ. γαστρί-μαργος). Κατ' άλλους, το α' συνθετικό είναι το επιτατικό μόριο λαι-(βλ. λα-)].

Greek Monotonic

λαίμαργος: -ον, άπληστος, αδηφάγος, σε Αριστ.

Middle Liddell

λαί-μαργος, ον
very greedy, gluttonous, Arist.

Mantoulidis Etymological

(=ἀχόρταγος). Ἀπό τό ἐπιτατικό μόριο λαι + μάργος (=τρελός, ἀχόρταγος).
Παράγωγα: λαιμάργως, λαιμαργία.

Translations

gluttonous

Albanian: hamës; Arabic: نَهِم‎, شَرِه‎; Armenian: որկրամոլ; Bulgarian: ненаситен, чревоугоднически; Catalan: golós; Chinese Cantonese: 為食, 为食; Mandarin: 貪嘴, 贪嘴, 暴食的, 饞, 馋; Czech: nenasytný; Dutch: vraatzuchtig; Estonian: ablas, ahne; Finnish: ahnas; French: glouton, gourmand, goulu; Friulian: golôs; Galician: comellón, lambón, lambaz, galdrumeiro; German: gefräßig, unersättlich; Greek: λαίμαργος; Ancient Greek: γαστρίμαργος, λαίμαργος, λίχνος, ἀδηφάγος; Japanese: 飽くなき; Kabuverdianu: laskadu, guloze, gulós; Latin: edax, gulosus, lurcinabundus; Maori: pukukai, homanga, honekai, pūkino; Portuguese: guloso; Romanian: mâncăcios; Russian: прожорливый, ненасытный; Scottish Gaelic: craosach, gionach; Spanish: glotón, goloso; Turkish: obur