ἐπιστρεφής: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistrefis | |Transliteration C=epistrefis | ||
|Beta Code=e)pistrefh/s | |Beta Code=e)pistrefh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιστρεφές,<br><span class="bld">A</span> [[turning one's eyes]] or [[mind]] to a thing, [[attentive]], ῥήτωρ X.''HG''6.3.7; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.''Ir.''p.21 W.<br><span class="bld">2</span>. [[exact]], [[strict]], [[severe]], καταγραφαί D.H.10.33 (Comp.); ἀρχή Hdn.7.8.7; δίαιτα Id.5.2.5. Adv. [[ἐπιστρεφῶς]], Ion. [[ἐπιστρεφέως]], [[earnestly]], [[vehemently]], <b class="b3">εἴρετο ἐ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]1.30; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aeschin.1.71; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως D.H.7.34: Comp. ἐπιστρεφέστερον ''UPZ'' 24.24 (ii B.C.), Phleg.''Olymp.Fr.''1, etc.; cf. [[ἐπιστρέφω]] II.5:—[[ἐπιστρεφῶς]] is [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐπιστρόφως]] in Eub.150.7 = Ephipp.3.10.<br><span class="bld">II</span>. [[flexible]], [[supple]], ἰσχίον Philostr.''Gym.''35: metaph., [[modulated]], [[varied]], <b class="b3">φωνὴ ἐ.</b>, of the nightingale, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''632b24.<br><span class="bld">2</span>. = [[ἐπιστρεπτικός]], μερισμός Dam.''Pr.''272; [[νοῦς]] ib.304. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιστρεφής:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπιστρεφής:'''<br /><b class="num">1</b> напряженно-внимательный, деятельный, энергичный ([[ῥήτωρ]] Xen.; [[θεός]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[гибкий]], [[переливчатый]] (φωνὴ ἀηδόνος Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
ἐπιστρεφές,
A turning one's eyes or mind to a thing, attentive, ῥήτωρ X.HG6.3.7; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.Ir.p.21 W.
2. exact, strict, severe, καταγραφαί D.H.10.33 (Comp.); ἀρχή Hdn.7.8.7; δίαιτα Id.5.2.5. Adv. ἐπιστρεφῶς, Ion. ἐπιστρεφέως, earnestly, vehemently, εἴρετο ἐ. Hdt.1.30; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aeschin.1.71; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως D.H.7.34: Comp. ἐπιστρεφέστερον UPZ 24.24 (ii B.C.), Phleg.Olymp.Fr.1, etc.; cf. ἐπιστρέφω II.5:—ἐπιστρεφῶς is v.l. for ἐπιστρόφως in Eub.150.7 = Ephipp.3.10.
II. flexible, supple, ἰσχίον Philostr.Gym.35: metaph., modulated, varied, φωνὴ ἐ., of the nightingale, Arist.HA632b24.
2. = ἐπιστρεπτικός, μερισμός Dam.Pr.272; νοῦς ib.304.
German (Pape)
[Seite 985] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ θεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se tourne vers ou sur ; attentif, soigneux, vigilant.
Étymologie: ἐπιστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρεφής:
1 напряженно-внимательный, деятельный, энергичный (ῥήτωρ Xen.; θεός Plut.);
2 гибкий, переливчатый (φωνὴ ἀηδόνος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρεφής: -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν αὐτοῦ εἴς τι, προσεκτικός, ἄγρυπνος, ῥήτωρ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 3. 2) ἀκριβής, αὐστηρός, καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― οὕτως, ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -φέως, μετὰ σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. πάνυ καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 5. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. εὔστροφος, Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, ποικίλος, φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.
Greek Monolingual
ἐπιστρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.)
2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή»)
3. ευλύγιστος
4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος
5. επιστρεπτικός.
επίρρ...
ἐπιστρεφῶς και ιων. τ. επιστρεφέως
1. δραστήρια, με ενεργητικότητα
2. με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στρεφής (< στρέφος)].
Greek Monotonic
ἐπιστρεφής: -ές,
1. αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το μυαλό σε κάτι, προσεκτικός, σε Ξεν.
2. ακριβής, αυστηρός· επίρρ. -φῶς, Ιων. -φέως, ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν.
Middle Liddell
ἐπιστρεφής, ές
1. turning one's eyes or mind to a thing, attentive, Xen.
2. earnest, vehement: adv. -φῶς, ionic -φέως, earnestly, sharply, Hdt., Aeschin. [from ἐπιστρέφω