ἐξολισθάνω: Difference between revisions
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksolisthano | |Transliteration C=eksolisthano | ||
|Beta Code=e)colisqa/nw | |Beta Code=e)colisqa/nw | ||
|Definition=later | |Definition=later [[ἐξολισθαίνω]] Epicur.''Ep.''2p.45U., Sm.''Ps.''35(36).3: aor. 2 ἐξώλισθον:—[[glide off]], [[slip away]], ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν Il.20.470; [[glance off]], as a spear-point from a hard substance, E.''Ph.''1383; αὐτῶν away from them, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''590b17; of leaves, [[drop off]], Ael.''NA''12.18; [[slip out]], [[escape]], Hippon.37, Ar.''Pax''141; of things, Epicur.l.c., ''Fr.''383 bis; of a [[bandage]], Diocl.Fr.188; <b class="b3">ἐξολισθάνω εἰς ἡδονάς</b> [[slip imperceptibly]] into pleasures Hdn.1.3.1: c. acc., [[slip out of]], διαβολάς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''491; <b class="b3">ὡς μήποτ' ἐξολίσθῃ ἡμᾶς</b> = that it not ever [[slip]] from our [[memory]], Id.''Ec.''286. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[ἐξολισθαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀλισθάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξολισθάνω''': ([[οὐδέποτε]] ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ -αίνω, ἴδε [[ὀλισθάνω]]): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. β΄ -ώλισθον, [[πίπτω]] ἐκ τῆς θέσεως ἐν ᾖ εὑρίσκομαι, ἐκ δέ οἱ [[ἧπαρ]] ὄλισθεν, «ἐξέπεσε δὲ τὸ [[ἧπαρ]] [[αὐτοῦ]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 470· γλιστρῶ, ξεγλιστρῶ, ἐπὶ αἰχμῆς δόρατος [[ὅταν]] κτυπήσῃ ἐπὶ στερεοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὑφίζανον κύκλοις [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]] Εὐρ. Φοίν. 1383· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 18· ― [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Ἱππῶναξ παρ᾿ Ἀθην. 270Β, Ἀριστοφ. Εἰρ. 141· ἐπὶ πραγμάτων, [[φεύγω]] ἐκ τῆς μνήμης, ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 286· [[περιπίπτω]] [[λεληθότως]], ῥᾷστα γὰρ αἱ τῶν νέων ψυχαὶ εἰς ἡδονὰς ἐξολισθαίνουσι Ἡρῳδιαν. 1. 3, 4· ― μετ᾿ αἰτ., [[ἐκφεύγω]] ἐκ τινος, Λατ. eludere, διαβολὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491. ΙΙ. [[διαπίπτω]], [[διαρρέω]], τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι Πλούτ. 2. 398Α. | |lstext='''ἐξολισθάνω''': ([[οὐδέποτε]] ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ -αίνω, ἴδε [[ὀλισθάνω]]): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. β΄ -ώλισθον, [[πίπτω]] ἐκ τῆς θέσεως ἐν ᾖ εὑρίσκομαι, ἐκ δέ οἱ [[ἧπαρ]] ὄλισθεν, «ἐξέπεσε δὲ τὸ [[ἧπαρ]] [[αὐτοῦ]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 470· γλιστρῶ, ξεγλιστρῶ, ἐπὶ αἰχμῆς δόρατος [[ὅταν]] κτυπήσῃ ἐπὶ στερεοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὑφίζανον κύκλοις [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]] Εὐρ. Φοίν. 1383· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 18· ― [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Ἱππῶναξ παρ᾿ Ἀθην. 270Β, Ἀριστοφ. Εἰρ. 141· ἐπὶ πραγμάτων, [[φεύγω]] ἐκ τῆς μνήμης, ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 286· [[περιπίπτω]] [[λεληθότως]], ῥᾷστα γὰρ αἱ τῶν νέων ψυχαὶ εἰς ἡδονὰς ἐξολισθαίνουσι Ἡρῳδιαν. 1. 3, 4· ― μετ᾿ αἰτ., [[ἐκφεύγω]] ἐκ τινος, Λατ. eludere, διαβολὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491. ΙΙ. [[διαπίπτω]], [[διαρρέω]], τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι Πλούτ. 2. 398Α. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. | |lsmtext='''ἐξολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>· [[ξεγλιστρώ]], [[αποφεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρεκκλίνω]], [[εξοστρακίζομαι]], όπως το [[δόρυ]] εξοστρακίζεται από ένα στερεό [[σώμα]] (όταν χτυπήσει πάνω του), σε Ευρ.· [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], σε Αριστοφ.· με αιτ., [[παρακάμπτω]], [[αποφεύγω]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον<br />to [[glide]] off, [[slip]] [[away]], Il.: to [[glance]] off, as a [[spear]] from a [[hard]] [[substance]], Eur.: to [[slip]] out, [[escape]], Ar.:—c. acc. to [[elude]], Ar. | |mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον<br />to [[glide]] off, [[slip]] [[away]], Il.: to [[glance]] off, as a [[spear]] from a [[hard]] [[substance]], Eur.: to [[slip]] out, [[escape]], Ar.:—c. acc. to [[elude]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:08, 22 December 2023
English (LSJ)
later ἐξολισθαίνω Epicur.Ep.2p.45U., Sm.Ps.35(36).3: aor. 2 ἐξώλισθον:—glide off, slip away, ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν Il.20.470; glance off, as a spear-point from a hard substance, E.Ph.1383; αὐτῶν away from them, Arist.HA590b17; of leaves, drop off, Ael.NA12.18; slip out, escape, Hippon.37, Ar.Pax141; of things, Epicur.l.c., Fr.383 bis; of a bandage, Diocl.Fr.188; ἐξολισθάνω εἰς ἡδονάς slip imperceptibly into pleasures Hdn.1.3.1: c. acc., slip out of, διαβολάς Ar.Eq.491; ὡς μήποτ' ἐξολίσθῃ ἡμᾶς = that it not ever slip from our memory, Id.Ec.286.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἐξολισθαίνω.
Étymologie: ἐξ, ὀλισθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξολισθάνω: (οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ -αίνω, ἴδε ὀλισθάνω): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. β΄ -ώλισθον, πίπτω ἐκ τῆς θέσεως ἐν ᾖ εὑρίσκομαι, ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν, «ἐξέπεσε δὲ τὸ ἧπαρ αὐτοῦ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 470· γλιστρῶ, ξεγλιστρῶ, ἐπὶ αἰχμῆς δόρατος ὅταν κτυπήσῃ ἐπὶ στερεοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην Εὐρ. Φοίν. 1383· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 18· ― διαφεύγω, ἐκφεύγω, Ἱππῶναξ παρ᾿ Ἀθην. 270Β, Ἀριστοφ. Εἰρ. 141· ἐπὶ πραγμάτων, φεύγω ἐκ τῆς μνήμης, ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 286· περιπίπτω λεληθότως, ῥᾷστα γὰρ αἱ τῶν νέων ψυχαὶ εἰς ἡδονὰς ἐξολισθαίνουσι Ἡρῳδιαν. 1. 3, 4· ― μετ᾿ αἰτ., ἐκφεύγω ἐκ τινος, Λατ. eludere, διαβολὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491. ΙΙ. διαπίπτω, διαρρέω, τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι Πλούτ. 2. 398Α.
Greek Monotonic
ἐξολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον· ξεγλιστρώ, αποφεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρεκκλίνω, εξοστρακίζομαι, όπως το δόρυ εξοστρακίζεται από ένα στερεό σώμα (όταν χτυπήσει πάνω του), σε Ευρ.· διαφεύγω, ξεφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., παρακάμπτω, αποφεύγω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον
to glide off, slip away, Il.: to glance off, as a spear from a hard substance, Eur.: to slip out, escape, Ar.:—c. acc. to elude, Ar.