αὔχησις: Difference between revisions
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
m (Text replacement - "opschepperij;Finnish" to "opschepperij; Finnish") |
m (Text replacement - "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες" to "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aychisis | |Transliteration C=aychisis | ||
|Beta Code=au)/xhsis | |Beta Code=au)/xhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, ([[αὐχέω]]) [[boasting]], [[exultation]], | |Definition=-εως, ἡ, ([[αὐχέω]]) [[boasting]], [[exultation]], Th.6.16; cf. [[αὐχῆτις]] (sic)· [[σεμνότης]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0405.png Seite 405]] ἡ, Großprahlerei, Thuc. 6, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0405.png Seite 405]] ἡ, [[Großprahlerei]], Thuc. 6, 16. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />jactance, orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[αὐχέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[jactance]], [[orgueil]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐχέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[boasting]]=== | |trtx====[[boasting]]=== | ||
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Prahlen]], [[Prahlerei]], [[ | Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Angeben]], [[Angabe]], [[Großprahlerei]], [[Prahlen]], [[Prahlerei]]; Greek: [[αμετροέπεια]], [[καυχησιά]], [[καυχησιολογία]], [[καύχος]], [[κομπασμός]], [[λεονταρισμοί]], [[μεγάλα λόγια]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληγορία]], [[μεγαλορρημοσύνη]], [[μεγαλοστομία]], [[μεγαλοστομίες]], [[ξιπασιά]], [[στόμφος]], [[υπερβολές]], [[φανφαρονισμός]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπεία]], [[κομπία]], [[ψολοκομπία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[τὸ μεγάλαυχον]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:17, 23 January 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (αὐχέω) boasting, exultation, Th.6.16; cf. αὐχῆτις (sic)· σεμνότης, Hsch.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
orgullo, jactancia αὔχησιν ... ὡς ... καλὰ πραξάντων Th.6.16, cf. Aq.Pr.4.9, αὔχησις· σεμνότης Hsch.
German (Pape)
[Seite 405] ἡ, Großprahlerei, Thuc. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
jactance, orgueil.
Étymologie: αὐχέω.
Russian (Dvoretsky)
αὔχησις: εως ἡ хвастовство, похвальба Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
αὔχησις: -εως, ἡ, (αὐχέω) καύχημα, ἀφορμὴ πρὸς τὸ ἐπαίρεσθαι καὶ κομπάζειν, Θουκ. 6. 16.
Greek Monolingual
αὔχησις, η (Α) αυχώ
καύχηση, κομπασμός.
Greek Monotonic
αὔχησις: -εως, ἡ (αὐχέω), καυχησιολογία, θριαμβολογία, σε Θουκ.
Middle Liddell
αὐχέω
boasting, exultation, Thuc.
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel