ἐπιφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανάβω]], [[εξάπτω]] από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φωτίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[λαμπρύνω]] («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για τον ήλιο) [[καίω]] υπερβολικά («ἤν... ὁ [[ἥλιος]]... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]] («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανάβω]], [[εξάπτω]] από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φωτίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[λαμπρύνω]] («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για τον ήλιο) [[καίω]] υπερβολικά («ἤν... ὁ [[ἥλιος]]... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]] («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:24, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφλέγω Medium diacritics: ἐπιφλέγω Low diacritics: επιφλέγω Capitals: ΕΠΙΦΛΕΓΩ
Transliteration A: epiphlégō Transliteration B: epiphlegō Transliteration C: epiflego Beta Code: e)pifle/gw

English (LSJ)

A burn up, πῦρ..ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην Il.2.455; ὄφρ' ἤτοι τοῦτον μὲν [νεκρὸν] ἐπιφλέγῃ..πῦρ 23.52; of an enemy, πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Hdt.8.32; ἐ. τὴν πόλιν set fire to it, Th.2.77:—Pass., Nic.Th.188.
2 heat, inflame, τὴν ἐπιφάνειαν Aët.15.20: metaph., inflame, excite, σάλπιγξ ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν A.Pers. 395; ἐ. τινὰ αἴθοπι μώμῳ Tim.Pers.222; Ἀννίβχς εὐτυχῶν ἐ. τὴν Ἰταλίαν Plu.Cat.Ma.1; with love, Λαΐς ἐ. πόθῳ τὴν Ἑλλάδα Id.2.767f: —Pass., Arist.Phgn.812a27, Ael.NA15.9.
3 illumine, ἠέλιος.. ἐ. ἀκτίνεσσιν D.P.1110: metaph., make illustrious, ἐ. πόλιν ἀοιδαῖς Pi. O.9.22.
II intr., to be scorching hot, of the sun, Luc.Anach.25, D.C.59.7: metaph., to be brilliant, εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐ. Pi.P.11.45.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 consumer par la flamme, brûler, acc.;
2 fig. enflammer;
II. intr. briller, resplendir.
Étymologie: ἐπί, φλέγω.

German (Pape)

entzünden, verbrennen, verzehren; πῦρ – ὕλην Il. 2.445, den Leichnam 23.52; von der Sonnenglut, ἣν ἐπιφλέγει ἠέλιος Dion.Per. 1110; πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Her. 8.32; τὴν πόλιν ἐπιφλέξαι Thuc. 2.77. – übertragen πόλιν ἀοιδαῖς, durch Gesänge verherrlichen, Pind. Ol. 9.24; intr., τῶν εὐφροσύνα καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45, erglänzte; – σάλπιγξ ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν Aesch. Pers. 395, wie wir sagen: entflammen zum Kampfe; zur Liebe, Ael. H.A. 15.9. – Absol., von der Sonne, glühen, brennen, DC. 59.7; Luc. Gymn. 25.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφλέγω:
1 сжигать, жечь (νεκρόν Hom.; πάντα Her.; πόλιν Thuc.; χώραν Plut.);
2 перен. воспламенять, зажигать, воодушевлять (σάλπιγξ πάντ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπέφλεγεν Aesch.); тж. med.-pass. воспламеняться, вспыхивать (ἐπιφλέγεται τὰ περὶ τὰ στήθη Arst.; ἔρως ἐπέφλεγε Plut.);
3 приводить в восторг, увлекать (πόθῳ τὴν Ἑλλάδα Plut.);
4 делать известным, прославлять (πόλιν ἀοιδαῖς Pind.);
5 гореть как жар, пылатьἥλιος ἐπιφλέγει Luc.);
6 перен. блистать, сиять (δόξα τινὸς ἐπιφλέγει Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφλέγω: μέλλ. -ξω, κατακαίω, πῦρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην Ἰλ. Β. 455· ὄφρ. ἦ τοι τοῦτον μὲν ἐπιφλέγῃ νεκρὸν... πῦρ Ψ. 52· ἐπὶ ἐχθροῦ, πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Ἡρόδ. 8. 32· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἐπ. ἀκτίνεσσιν Διον. Περιηγ. 1110· ἐπ. τὴν πόλιν, πυρπολεῖν αὐτήν, Θουκ. 2. 77. ― Παθ., Νικ. Θ. 188. 2) μεταφ., ἐξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω, σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 395 δι’ ἔρωτος, Λαΐς ἐπ. τὴν Ἑλλάδα Πλούτ. 2. 767F, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κάτ. Πρεσβ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 15. 9. ― Παθ., Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34. 3) μεταφ. ὡσαύτως, καθιστῶ τινα ἔνδοξον, Λατ. illustrare, ἐπ. πόλιν ἀοιδαῖς Πινδ. Ο. 9. 34. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, καίω ἰσχυρῶς, εἶμαι καυστικός, καὶ μάλιστα ἢν καὶ ὁ ἥλιος ὥσπερ νῦν τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ Λουκ. Ἀνάχ. 25, Δίων Κ. 59. 7· ― μεταφ., εἶμαι λαμπρός, Πίνδ. Π. 11. 69.

English (Autenrieth)

burn, consume; ὕλην, νεκρόν, Β, Il. 23.52. (Il.)

English (Slater)

ἐπιφλέγω
   a trans., light up φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς (O. 9.22)
   b intrans., blaze met. τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει (P. 11.45)

Greek Monolingual

ἐπιφλέγω (Α) φλέγω
1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω
3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπωσάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.)
4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
5. φωτίζω
6. κάνω κάποιον διάσημο, λαμπρύνω («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς», Πίνδ.)
7. (αμτβ.) (για τον ήλιο) καίω υπερβολικά («ἤν... ὁ ἥλιος... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», Λουκιαν.)
8. μτφ. λάμπω, είμαι λαμπρός («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἐπιφλέγω: μέλ. -ξω,
I. 1. κατακαίω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἐπιφλέγω τὴν πόλιν, την πυρπολώ, σε Θουκ.
2. μεταφ., φλογίζω, διεγείρω, εξάπτω, ερεθίζω, ανάβω, παροτρύνω, προτρέπω, σε Αισχύλ., Πλούτ.
II. αμτβ., είμαι καυστικός, καίω δυνατά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to burn up, consume, Il., Hdt.; ἐπ. τὴν πόλιν to set fire to it, Thuc.
2. metaph. to inflame, excite, Aesch., Plut.
II. intr. to be scorching hot, Luc.