ίδος: Difference between revisions

From LSJ

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἶδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιδρώτας]]<br /><b>2.</b> [[θερμότητα]]<br /><b>3.</b> [[καύσωνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[εἶδος]]<br /><i>καῡμα</i> και <i>ἠεῑδος</i><br /><i>πνῑγος</i> οδηγούν στην [[αναγωγή]] της λ. σε IE <i>sweidos</i>- «[[ιδρώτας]]» > <i>Fεῑδος</i> > <i>ἷδος</i>, με ιωτακισμό κατ' [[επίδραση]] του συγγενούς σημασιολογικά τ. [[ἱδρώς]], απ' όπου ο τ. [[ἶδος]], με ιωνική [[ψίλωση]] (πρβλ. [[ἰδίω]])].
|mltxt=[[ἶδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιδρώτας]]<br /><b>2.</b> [[θερμότητα]]<br /><b>3.</b> [[καύσωνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[εἶδος]]<br /><i>καῡμα</i> και <i>ἠεῖδος</i><br /><i>πνῖγος</i> οδηγούν στην [[αναγωγή]] της λ. σε IE <i>sweidos</i>- «[[ιδρώτας]]» > <i>Fεῖδος</i> > <i>ἷδος</i>, με ιωτακισμό κατ' [[επίδραση]] του συγγενούς σημασιολογικά τ. [[ἱδρώς]], απ' όπου ο τ. [[ἶδος]], με ιωνική [[ψίλωση]] (πρβλ. [[ἰδίω]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἶδος, τὸ (Α)
1. ιδρώτας
2. θερμότητα
3. καύσωνας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι γλώσσες του Ησυχίου εἶδος
καῡμα και ἠεῖδος
πνῖγος οδηγούν στην αναγωγή της λ. σε IE sweidos- «ιδρώτας» > Fεῖδος > ἷδος, με ιωτακισμό κατ' επίδραση του συγγενούς σημασιολογικά τ. ἱδρώς, απ' όπου ο τ. ἶδος, με ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἰδίω)].