τηλεθάω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tilethao
|Transliteration C=tilethao
|Beta Code=thleqa/w
|Beta Code=thleqa/w
|Definition=lengthd. for [[θάλλω]] (cf. [[τέθηλα]], [[θηλέω]], [[θαλέθω]]), used only in pres., and (exc. in <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span>4.6</span>, and late Ep., as <span class="bibl">D.P. 836</span>) only in part., [[luxuriant]], [[flourishing]], ὕλη τηλεθόωσα <span class="bibl">Il.6.148</span>; ἔρνος τηλεθάον <span class="bibl">17.55</span>; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι <span class="bibl">Od.11.590</span>; δένδρεα τηλεθόωντα <span class="bibl">7.114</span>: metaph., <b class="b3">παῖδες τηλεθάοντες</b> [[blooming]] sons, <span class="bibl">Il.22</span>. <span class="bibl">423</span>; <b class="b3">χαίτη τηλεθόωσα</b> [[luxuriant]] hair, <span class="bibl">23.142</span>; ἄστεα τηλεθάοντα <span class="bibl">Emp. 112.7</span>: c. dat., <b class="b3">κισσὸς ἄνθεσι τ</b>. [[blooming with]] flowers, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>7.41</span>.
|Definition=lengthened for [[θάλλω]] (cf. [[τέθηλα]], [[θηλέω]], [[θαλέθω]]), used only in pres., and (exc. in Theoc.''Ep.''4.6, and late Ep., as D.P. 836) only in part., [[luxuriant]], [[flourishing]], ὕλη τηλεθόωσα Il.6.148; ἔρνος τηλεθάον 17.55; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.11.590; δένδρεα τηλεθόωντα 7.114: metaph., <b class="b3">παῖδες τηλεθάοντες</b> [[blooming]] sons, Il.22. 423; <b class="b3">χαίτη τηλεθόωσα</b> [[luxuriant]] hair, 23.142; ἄστεα τηλεθάοντα Emp. 112.7: c. dat., <b class="b3">κισσὸς ἄνθεσι τ.</b> [[blooming with]] flowers, ''h.Hom.''7.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για δένδρα και φυτά) [[θάλλω]], [[ακμάζω]], [[είμαι]] [[γεμάτος]] φύλλα, [[άνθη]] ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐλαῖαι τηλεθόωσαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ακμαίος]], [[γεμάτος]] [[ζωντάνια]] («παῑδας...τηλεθάοντας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[πλούσιος]], [[άφθονος]] («χαίτην τηλεθόωσαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>θηλ</i>- του παρακμ. <i>τέ</i>-<i>θηλ</i>-<i>α</i> του [[θάλλω]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>εθά</i>-<i>ω</i> και [[ανομοίωση]] τών δασέων: <i>τηλ</i>-<i>εθά</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλ</i>-<i>εθά</i>-<i>ω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τάφος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θαφ</i>-)].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για δένδρα και φυτά) [[θάλλω]], [[ακμάζω]], [[είμαι]] [[γεμάτος]] φύλλα, [[άνθη]] ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐλαῖαι τηλεθόωσαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ακμαίος]], [[γεμάτος]] [[ζωντάνια]] («παῖδας...τηλεθάοντας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[πλούσιος]], [[άφθονος]] («χαίτην τηλεθόωσαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>θηλ</i>- του παρακμ. <i>τέ</i>-<i>θηλ</i>-<i>α</i> του [[θάλλω]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>εθά</i>-<i>ω</i> και [[ανομοίωση]] τών δασέων: <i>τηλ</i>-<i>εθά</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλ</i>-<i>εθά</i>-<i>ω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τάφος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θαφ</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεθάω Medium diacritics: τηλεθάω Low diacritics: τηλεθάω Capitals: ΤΗΛΕΘΑΩ
Transliteration A: tēletháō Transliteration B: tēlethaō Transliteration C: tilethao Beta Code: thleqa/w

English (LSJ)

lengthened for θάλλω (cf. τέθηλα, θηλέω, θαλέθω), used only in pres., and (exc. in Theoc.Ep.4.6, and late Ep., as D.P. 836) only in part., luxuriant, flourishing, ὕλη τηλεθόωσα Il.6.148; ἔρνος τηλεθάον 17.55; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.11.590; δένδρεα τηλεθόωντα 7.114: metaph., παῖδες τηλεθάοντες blooming sons, Il.22. 423; χαίτη τηλεθόωσα luxuriant hair, 23.142; ἄστεα τηλεθάοντα Emp. 112.7: c. dat., κισσὸς ἄνθεσι τ. blooming with flowers, h.Hom.7.41.

German (Pape)

[Seite 1106] verlängerte Form für θάλλω (aus τέθηλα für θηλετάω), nur episch und nur im partic. praes., τηλεθάων oder τηλεθόων, reichlich grünend, blühend; mit ἐριθηλής vrbdn, Il. 17, 55 ἐριθηλὲς ἔρνος ἐλαίης, καλὸν τηλεθάον; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od. 7, 116. 11, 590; δένδρεα τηλεθόωντα Od. 7, 114. 13, 196; ὕλη τηλεθόωσα Iliad. 6, 148 Od. 5, 63; in der Iliad. auch χαίτην τηλεθόωσαν, volles Haar, 23, 142, u. παῖδας τηλεθάοντας (wo auch τηλεθόωντας stehen könnte), 22, 423; wovon strotzen, τινί, H. h. 6, 41.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. τηλεθάων et d'ord. épq. τηλεθόων, όωσα;
pousser avec force, être luxuriant, abondant, vigoureux.
Étymologie: p. *ταλθάω, de la R. Θαλ, pousser, croître.

Russian (Dvoretsky)

τηλεθάω: (только part. τηλεθάων и τηλεθόων) пышно разрастаться, цвести, быть в расцвете (ὕλη τηλεθόωσα Hom.; κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων HH): χαίτη τηλεθόωσα Hom. пышные кудри; παῖδες τηλεθάοντες Hom. цветущие дети.

Greek (Liddell-Scott)

τηλεθάω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ θάλλω (πρβλ. τέθηλα, θηλέω, θαλέθω), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστώτα καὶ (πλὴν ἐν Θεοκρ. Ἐπιγραμμ. 4. 6, καὶ μεταγεν. Ἐπικ.) μόνον κατὰ μετοχ. τηλεθάων ἢ -όων, θάλλω, εἶμαι ἐν πλήρει ἀνθήσει, ἀκμάζω, εἶμαι εὐθαλής, ὕλη τηλεθόωσα Ἰλ. Ζ. 148· ἔρνος τηλεθάον Ρ. 55· ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Ὀδ. Ε. 63· δένδρεα τηλεθόωντα Η. 114· μεταφ., παῖδες τηλεθάοντες (-όωντες;), θαλεροί, ἀκμαῖοι, Ἰλ. Χ. 423· χαίτη τηλεθόωσα, ἄφθονος, ἀνθηρά, Ψ. 142· ἄστεα τηλεθάοντα, ἀκμάζοντα, Ἐμπεδ. 403· - μετὰ δοτ., κισσὸς ἄνθεσι τ., πλήρης ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. 6. 41.

Greek Monolingual

Α
1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐλαῖαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ.
γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῖδας...τηλεθάοντας», Ομ. Ιλ.)
β) πλούσιος, άφθονος («χαίτην τηλεθόωσαν», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. θηλ- του παρακμ. τέ-θηλ-α του θάλλω με εκφραστικό επίθημα -εθά-ω και ανομοίωση τών δασέων: τηλ-εθά-ω < θηλ-εθά-ω (πρβλ. τάφος < θ. θαφ-)].

Greek Monotonic

τηλεθάω: εκτετ. τύπος του θάλλω (πρβλ. τέθηλα), κυρίως στη μτχ. ενεστ., βρίσκομαι σε πλήρη άνθιση, λαμποκοπώ, ακμάζω, ὕλη τηλεθόωσα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλαῖαι τηλεθόωσαι, σε Ομήρ. Οδ.· χαίτη τηλεθόωσα, άφθονα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τηλεθάω, [lengthd. for θάλλω, cf. τέθηλα mostly in pres. part.]
luxuriant-growing, blooming, flourishing, ὕλη τηλεθόωσα Il.; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.; χαίτη τηλεθόωσα luxuriant hair, Il.

Frisk Etymology German

τηλεθάω: {tēletháō}
See also: s. θάλλω.
Page 2,892