λαθραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(Bailly1_3)
mNo edit summary
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λαθραῖος
|Medium diacritics=λαθραῖος
|Low diacritics=λαθραίος
|Capitals=ΛΑΘΡΑΙΟΣ
|Transliteration A=lathraîos
|Transliteration B=lathraios
|Transliteration C=lathraios
|Beta Code=laqrai=os
|Definition=λαθραῖον, also λαθραία, λαθραῖον Eub. 67.8, Lyc. 1198: — [[secret]], [[clandestine]], [[ἄτη]] λ. A. ''Ag.'' 1230; [[εἰσδέχομαι|εἰσδέδεγμαι]] πημονὴν… [[λαθραῖον]], of a person, S. ''Tr.'' 377; λ. ὃς ἀσκεῖ [[κακά]] = [[practise]]s [[secret]] [[fraud]]s, ''ib.'' 384, cf. Arist. ''EN'' 1131a6; λ. [[ὠδίς]] one [[born]] in [[secret]] [[childbirth]], E. ''Ion'' 45; λ. [[θάνατος|θάνατον]] [[ἐπιβουλεύειν]] τινί And. 4.15; λ. [[Κύπρις]] Eub. ''l.c.; Comp.'' λαθραιότερον, [[γένος]] Pl. ''Lg.'' 781a.<br><b class="num">II</b> Adv. [[λαθραίως]] A. ''Pr.'' 1077 (anap.), E. ''El.'' 26, etc.; ''Sup.'', ὡς [[μάλιστα]] δύνανται λαθραιότατα Antipho 1.28.<br><b class="num">2</b> λ. τῆς μητρός clam matre [[falsa lectio|f.l.]] for [[λάθρᾳ]] in Alciphr. 3.27.<br><b class="num">3</b> [[involuntarily]], οὖρα… προϊόντα λ. Hp. ''Coac.'' 136; [[without obvious cause]], λ. τελευτῶσι Id. ''Prorrh.'' 1.128.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] auch 2 Endgn, heimlich, verstohlen, vor Jemand verborgen, δίκην ἄτης λαθραίου, Aesch. Ag. 1203; τὰ δὲ λαθραῖ' ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέποντ' αὐτῷ κακά Soph. Trach. 383, öfter; λαθραῖον ὠδῖνα, Eur. Ion 45; δόλοις λαθραίοις, Ar. Ran. 1143 u. sp. D.; λαθραία κύπρις, Euhul. bei Ath. XIII, 569 a; u. in Prosa, λαθραῖον θάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord, Andoc. 4, 15; λαθραιότερον [[γένος]], Plat. Legg. VI, 781 a. – Häufiger noch im adv., οὐκ [[ἐξαίφνης]] ἀλλὰ λαθραίως, Aesch. Prom. 1079; Eur. u. Folgde; ὡς [[μάλιστα]] δύνανται λαθραιότατα Antiph. 1, 28. – Auch c. gen., λαθραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter, Alciphr. 3, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] auch 2 Endgn, [[heimlich]], [[verstohlen]], vor Jemand verborgen, δίκην ἄτης λαθραίου, Aesch. Ag. 1203; τὰ δὲ λαθραῖ' ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέποντ' αὐτῷ κακά Soph. Trach. 383, öfter; λαθραῖον ὠδῖνα, Eur. Ion 45; δόλοις λαθραίοις, Ar. Ran. 1143 u. sp. D.; λαθραία κύπρις, Euhul. bei Ath. XIII, 569 a; u. in Prosa, λαθραῖον θάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord, Andoc. 4, 15; λαθραιότερον [[γένος]], Plat. Legg. VI, 781 a. – Häufiger noch im adv., οὐκ [[ἐξαίφνης]] ἀλλὰ λαθραίως, Aesch. Prom. 1079; Eur. u. Folgde; ὡς [[μάλιστα]] δύνανται λαθραιότατα Antiph. 1, 28. – Auch c. gen., λαθραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter, Alciphr. 3, 27.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />[[qui échappe à l'attention]] : [[clandestin]], [[secret]], [[furtif]].<br />'''Étymologie:''' [[λάθρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαθραῖος:''' и<br /><b class="num">1</b> [[спрятанный]], [[укрытый]] (ὑφ᾽ εἵμασι [[ξίφη]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[тайный]], [[сокрытый]] ([[ὠδίς]] Eur.); втайне подготовляемый ([[ἄτη]] Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[скрытный]] ([[γένος]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαθραῖος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 8, Λυκόφρ. 1198· - [[μυστικός]], [[κρύφιος]], κεκαλυμμένος, [[ἀπόκρυφος]], ἄτη λ. Αἰσχύ. Ἀγ. 1230· ἐσδέδεγμαι πημονήν... λαθραῖον, ἐπὶ προσώπου, Σοφ. Τρ. 377· λ. ὃς ἀσκεῖ κακά, ἐξασκεῖ κρυφίας, μυστικὰς ἀπάτας, [[αὐτόθι]] 384· λ. [[ὠδίς]], ὁ γεννηθεὶς ἐν λαθραίῳ τοκετῷ, Εὐρ. Ἴων. 45· λ. θάνατον ἐπιβουλεύειν τινὶ Ἀνδοκ. 31. 2· λ. [[Κύπρις]] Εὔβουλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· συγκρ., λαθραιότερον γένος Πλάτ. Νόμ. 781Α. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Πρ. 1078, Εὐρ. Ἠλ. 26, κτλ.· ὑπερθ., ὡς [[μάλιστα]] δύνανται λαθραιότατα Ἀντιφῶν 114. 26. 2) λ. τῆς μητρός, clam matre, Ἀλκίφρων 3. 27.
|lstext='''λαθραῖος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 8, Λυκόφρ. 1198· - [[μυστικός]], [[κρύφιος]], κεκαλυμμένος, [[ἀπόκρυφος]], ἄτη λ. Αἰσχύ. Ἀγ. 1230· ἐσδέδεγμαι πημονήν... λαθραῖον, ἐπὶ προσώπου, Σοφ. Τρ. 377· λ. ὃς ἀσκεῖ κακά, ἐξασκεῖ κρυφίας, μυστικὰς ἀπάτας, [[αὐτόθι]] 384· λ. [[ὠδίς]], ὁ γεννηθεὶς ἐν λαθραίῳ τοκετῷ, Εὐρ. Ἴων. 45· λ. θάνατον ἐπιβουλεύειν τινὶ Ἀνδοκ. 31. 2· λ. [[Κύπρις]] Εὔβουλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· συγκρ., λαθραιότερον γένος Πλάτ. Νόμ. 781Α. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Πρ. 1078, Εὐρ. Ἠλ. 26, κτλ.· ὑπερθ., ὡς [[μάλιστα]] δύνανται λαθραιότατα Ἀντιφῶν 114. 26. 2) λ. τῆς μητρός, clam matre, Ἀλκίφρων 3. 27.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui échappe à l’attention : clandestin, secret, furtif.<br />'''Étymologie:''' [[λάθρα]].
|mltxt=-α, -ο (Α λαθραῖος, -ον, θηλ. και -α)<br />αυτός που γίνεται [[μυστικά]], [[κρυφά]], που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ἄλλων (α. «[[λαθραίος]] [[έρωτας]]» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) <i>το λαθραίο</i><br />στριφτό, χειροποίητο [[τσιγάρο]] με αδασμολόγητο καπνό<br />β) τα [[λαθραία]]<br />τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο [[τελωνείο]] και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> η [[λαθραία]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[οροβαγχίδες]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λαθραίως]] και [[λαθραία]] (Α [[λαθραίως]])<br />[[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λάθρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εν αγνοίᾳ κάποιου («[[λαθραίως]] τῆς μητρός», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα [[λαθραίως]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[χωρίς]] προφανή [[αιτία]] («[[λαθραίως]] τελευτῶσι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάθρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lathraea</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαθραία]], θηλ. του [[λαθραίος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαθραῖος:''' -ον, [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[απόκρυφος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[λαθραῖος]] [[ὠδίς]], αυτός που γεννήθηκε [[κρυφά]], σε Ευρ.· επίρρ., [[λαθραίως]], σε Αισχύλ., κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαθραῖος]], ον<br />[[secret]], [[covert]], [[clandestine]], [[furtive]], Aesch., Soph.; λ. ὡδί one [[born]] in [[secret]] [[child]]-[[birth]], Eur.:— adv. -ως, Aesch., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[clandestine]], [[imperceptible]], [[secret]], [[unnoticed]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κρυφός]]). Ἀπό το ἐπίρρ. [[λάθρᾳ]] τοῦ [[λανθάνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 16:24, 8 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαθραῖος Medium diacritics: λαθραῖος Low diacritics: λαθραίος Capitals: ΛΑΘΡΑΙΟΣ
Transliteration A: lathraîos Transliteration B: lathraios Transliteration C: lathraios Beta Code: laqrai=os

English (LSJ)

λαθραῖον, also λαθραία, λαθραῖον Eub. 67.8, Lyc. 1198: — secret, clandestine, ἄτη λ. A. Ag. 1230; εἰσδέδεγμαι πημονὴν… λαθραῖον, of a person, S. Tr. 377; λ. ὃς ἀσκεῖ κακά = practises secret frauds, ib. 384, cf. Arist. EN 1131a6; λ. ὠδίς one born in secret childbirth, E. Ion 45; λ. θάνατον ἐπιβουλεύειν τινί And. 4.15; λ. Κύπρις Eub. l.c.; Comp. λαθραιότερον, γένος Pl. Lg. 781a.
II Adv. λαθραίως A. Pr. 1077 (anap.), E. El. 26, etc.; Sup., ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Antipho 1.28.
2 λ. τῆς μητρός clam matre f.l. for λάθρᾳ in Alciphr. 3.27.
3 involuntarily, οὖρα… προϊόντα λ. Hp. Coac. 136; without obvious cause, λ. τελευτῶσι Id. Prorrh. 1.128.

German (Pape)

[Seite 6] auch 2 Endgn, heimlich, verstohlen, vor Jemand verborgen, δίκην ἄτης λαθραίου, Aesch. Ag. 1203; τὰ δὲ λαθραῖ' ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέποντ' αὐτῷ κακά Soph. Trach. 383, öfter; λαθραῖον ὠδῖνα, Eur. Ion 45; δόλοις λαθραίοις, Ar. Ran. 1143 u. sp. D.; λαθραία κύπρις, Euhul. bei Ath. XIII, 569 a; u. in Prosa, λαθραῖον θάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord, Andoc. 4, 15; λαθραιότερον γένος, Plat. Legg. VI, 781 a. – Häufiger noch im adv., οὐκ ἐξαίφνης ἀλλὰ λαθραίως, Aesch. Prom. 1079; Eur. u. Folgde; ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Antiph. 1, 28. – Auch c. gen., λαθραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter, Alciphr. 3, 27.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui échappe à l'attention : clandestin, secret, furtif.
Étymologie: λάθρα.

Russian (Dvoretsky)

λαθραῖος: и
1 спрятанный, укрытый (ὑφ᾽ εἵμασι ξίφη Eur.);
2 тайный, сокрытый (ὠδίς Eur.); втайне подготовляемый (ἄτη Aesch.);
3 скрытный (γένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λαθραῖος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 8, Λυκόφρ. 1198· - μυστικός, κρύφιος, κεκαλυμμένος, ἀπόκρυφος, ἄτη λ. Αἰσχύ. Ἀγ. 1230· ἐσδέδεγμαι πημονήν... λαθραῖον, ἐπὶ προσώπου, Σοφ. Τρ. 377· λ. ὃς ἀσκεῖ κακά, ἐξασκεῖ κρυφίας, μυστικὰς ἀπάτας, αὐτόθι 384· λ. ὠδίς, ὁ γεννηθεὶς ἐν λαθραίῳ τοκετῷ, Εὐρ. Ἴων. 45· λ. θάνατον ἐπιβουλεύειν τινὶ Ἀνδοκ. 31. 2· λ. Κύπρις Εὔβουλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· συγκρ., λαθραιότερον γένος Πλάτ. Νόμ. 781Α. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Πρ. 1078, Εὐρ. Ἠλ. 26, κτλ.· ὑπερθ., ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Ἀντιφῶν 114. 26. 2) λ. τῆς μητρός, clam matre, Ἀλκίφρων 3. 27.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λαθραῖος, -ον, θηλ. και -α)
αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο
στριφτό, χειροποίητο τσιγάρο με αδασμολόγητο καπνό
β) τα λαθραία
τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο τελωνείο και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η λαθραία
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας οροβαγχίδες.
επίρρ...
λαθραίως και λαθραίαλαθραίως)
κρυφά, μυστικά, λάθρα
αρχ.
1. εν αγνοίᾳ κάποιου («λαθραίως τῆς μητρός», Αλκίφρ.)
2. αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα λαθραίως», Ιπποκρ.)
3. χωρίς προφανή αιτίαλαθραίως τελευτῶσι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + -ιος. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lathraea < λαθραία, θηλ. του λαθραίος].

Greek Monotonic

λαθραῖος: -ον, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος, σε Αισχύλ., Σοφ.· λαθραῖος ὠδίς, αυτός που γεννήθηκε κρυφά, σε Ευρ.· επίρρ., λαθραίως, σε Αισχύλ., κ.λπ.

Middle Liddell

λαθραῖος, ον
secret, covert, clandestine, furtive, Aesch., Soph.; λ. ὡδί one born in secret child-birth, Eur.:— adv. -ως, Aesch., etc.

English (Woodhouse)

clandestine, imperceptible, secret, unnoticed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κρυφός). Ἀπό το ἐπίρρ. λάθρᾳ τοῦ λανθάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.