καταμήνιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(CSV import)
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataminios
|Transliteration C=kataminios
|Beta Code=katamh/nios
|Beta Code=katamh/nios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[monthly]], of wages, <span class="title">IG</span>12.339.30, al.; καθάρσεις <span class="bibl">Ph.1.45</span>; αἷμα <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>14.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[hired by the month]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1521</span> (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2155.8</span>(iv A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. [[καταμηνίη]], ἡ (sc. [[κάθαρσις]]), = [[καταμήνια]], [[τά]], prob. in <span class="title">IG</span>12(5).646 (Ceos). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὰ κ</b>. [[menses of women]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.28</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span> 727a18</span>, al., <span class="bibl">Plot.2.9.12</span>, etc.: sg. <b class="b3">-μήνιον, τό</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>573a16</span>, Gal. 8.423, Speus. ap. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Metaph.</span>699.31</span>.</span>
|Definition=καταμήνιον,<br><span class="bld">A</span> [[monthly]], of wages, ''IG''12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.''UP''14.3.<br><span class="bld">2</span> [[hired by the month]], ''BGU''1521 (iii B. C.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2155.8(iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> Subst. [[καταμηνίη]], ἡ (''[[sc.]]'' [[κάθαρσις]]), = [[καταμήνια]], τά, prob. in ''IG''12(5).646 (Ceos).<br><span class="bld">2</span> [[τὰ καταμήνια]] = [[menses of women]], Hp.''Aph.''3.28, Arist.''GA'' 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. [[καταμήνιον]], τό, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.''in Metaph.''699.31.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 15:52, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμήνιος Medium diacritics: καταμήνιος Low diacritics: καταμήνιος Capitals: ΚΑΤΑΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: katamḗnios Transliteration B: katamēnios Transliteration C: kataminios Beta Code: katamh/nios

English (LSJ)

καταμήνιον,
A monthly, of wages, IG12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.UP14.3.
2 hired by the month, BGU1521 (iii B. C.), POxy.2155.8(iv A. D.).
II Subst. καταμηνίη, ἡ (sc. κάθαρσις), = καταμήνια, τά, prob. in IG12(5).646 (Ceos).
2 τὰ καταμήνια = menses of women, Hp.Aph.3.28, Arist.GA 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. καταμήνιον, τό, Arist.HA573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.in Metaph.699.31.

German (Pape)

[Seite 1363] monatlich, τὰ καταμήνια, die monatliche Reinigung bei den Frauen, Hippocr.; Arist. H. A. 3, 12. 7, 2 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mensuel ; subst.καταμήνιος PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ καταμήνιος (κάθαρσις), τὰ καταμήνια les menstrues.
Étymologie: κατά, μήν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμήνιος: -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, ἔμμηνος, ἐπιμήνιος·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν κάθαρσις, ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν αἱμορραγία, ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται ῥόος τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· ὅταν τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «συνήθεια συνηθεῖα, σύνηθα».

Spanish

flujo menstrual

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καταμήνιος, -ον)
(ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνακαταμήνιος κύκλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια
τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία
αρχ.
1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο μισθό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καταμηνίη
τα έμμηνα τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. «κατά μήνα].

Léxico de magia

-ον subst. plu. τά κ. flujo menstrual βρέξον αὐτὰ εἰς τὰ καταμήνια τῆς γυναικὸς οὔσης ἐν ἀφέδρῳ, βρέξατω αὐτὰ εἰς τὴν φύσιν ἑαυτῆς mójalas (las arvejas) en el flujo menstrual de una mujer que esté menstruando, deben mojarse en su sexo mismo P XXXVI 322