falta: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἄγνοια]], [[ἀδικία]], [[ἀλίτημα]], [[ἁμαρτάς]], [[ἁμάρτημα]], [[ἁμαρτία]], [[ἁμαρτωλή]], [[ἁμαρτωλία]], [[ἀμβλάκημα]], [[ἀμβλακία]], [[ | |sltx=[[ἄγνοια]], [[ἀδίκημα]], [[ἀδικία]], [[ἀλίτημα]], [[ἁμαρτάς]], [[ἁμάρτημα]], [[ἁμαρτία]], [[ἁμάρτιον]], [[ἁμαρτωλή]], [[ἁμαρτωλία]], [[ἀμβλάκημα]], [[ἀμβλακία]], [[ἀμέλεια]], [[ἀμπλάκημα]], [[ἀμπλακία]], [[ἀμπλάκιον]], [[ἀπεστώ]], [[ἀπλάκημα]], [[ἀπόλειψις]], [[ἀπορησία]], [[ἀπουσία]], [[ἀστόχημα]], [[ἀτευξία]], [[ἀτόπημα]], [[ἀφορία]], [[δέος]], [[δεύομαι]], [[διαμαρτία]], [[διάπτωμα]], [[ἔγκακον]], [[ἐγκατάλειμμα]], [[ἔγκλησις]], [[ἐκλειπία]], [[ἔκπτωσις]], [[ἔλλειμμα]], [[ἐλλειπασμός]], [[ἔλλειψις]], [[ἔνδεια]], [[ἐνδέω]], [[ἐξαμαρτία]], [[ἐρημία]], [[κατηγόρημα]], [[λεῖψις]], [[μάτη]], [[παραβασία]], [[παραιβασία]], [[παραιβασίη]], [[παρβασία]], [[πλημμέλεια]], [[πλημμέλημα]], [[σπανιότης]], [[σπάνις]], [[σφάλμα]], [[τὸ ἐλλιπές]], [[τὸ ἐνδεές]], [[ὑστέρημα]], [[ὑστέρησις]], [[φαυλότης]], [[χῆτος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:53, 13 February 2024
Spanish > Greek
ἄγνοια, ἀδίκημα, ἀδικία, ἀλίτημα, ἁμαρτάς, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἁμάρτιον, ἁμαρτωλή, ἁμαρτωλία, ἀμβλάκημα, ἀμβλακία, ἀμέλεια, ἀμπλάκημα, ἀμπλακία, ἀμπλάκιον, ἀπεστώ, ἀπλάκημα, ἀπόλειψις, ἀπορησία, ἀπουσία, ἀστόχημα, ἀτευξία, ἀτόπημα, ἀφορία, δέος, δεύομαι, διαμαρτία, διάπτωμα, ἔγκακον, ἐγκατάλειμμα, ἔγκλησις, ἐκλειπία, ἔκπτωσις, ἔλλειμμα, ἐλλειπασμός, ἔλλειψις, ἔνδεια, ἐνδέω, ἐξαμαρτία, ἐρημία, κατηγόρημα, λεῖψις, μάτη, παραβασία, παραιβασία, παραιβασίη, παρβασία, πλημμέλεια, πλημμέλημα, σπανιότης, σπάνις, σφάλμα, τὸ ἐλλιπές, τὸ ἐνδεές, ὑστέρημα, ὑστέρησις, φαυλότης, χῆτος