πολύδακρυς: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polydakrys | |Transliteration C=polydakrys | ||
|Beta Code=polu/dakrus | |Beta Code=polu/dakrus | ||
|Definition=ῠος, ὁ, ἡ, ([[δάκρυ]])<br><span class="bld">A</span> [[of many tears]] or [[with many tears]]: hence,<br><span class="bld">I</span> [[much wept]], [[much lamented]], [[fraught with tears]], [[woeful]], [[Ἄρης]], [[πόλεμος]], [[ὑσμίνη]], Il.3.132,165,17.544; [[μῆτις]] B. 15.24; Ἴτνς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''212 (anap.); [[tearful]], [[ἰαχά]], [[γόος]], A.''Pers.''940 (lyr.), ''Ch.''449 (lyr.); π. ἁδονά E.''El.''126 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> of persons, [[much-weeping]], Id.''Ph.''366, ''Supp.Epigr.''4.719 (Bithynia). | |Definition=ῠος, ὁ, ἡ, ([[δάκρυ]])<br><span class="bld">A</span> [[of many tears]] or [[with many tears]]: hence,<br><span class="bld">I</span> [[much wept]], [[much lamented]], [[fraught with tears]], [[woeful]], [[Ἄρης]], [[πόλεμος]], [[ὑσμίνη]], Il.3.132,165,17.544; [[μῆτις]] B. 15.24; Ἴτνς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''212 (anap.); [[tearful]], [[ἰαχά]], [[γόος]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''940 (lyr.), ''Ch.''449 (lyr.); π. ἁδονά E.''El.''126 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> of persons, [[much-weeping]], Id.''Ph.''366, ''Supp.Epigr.''4.719 (Bithynia). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 17 February 2024
English (LSJ)
ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ)
A of many tears or with many tears: hence,
I much wept, much lamented, fraught with tears, woeful, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη, Il.3.132,165,17.544; μῆτις B. 15.24; Ἴτνς Ar.Av.212 (anap.); tearful, ἰαχά, γόος, A.Pers.940 (lyr.), Ch.449 (lyr.); π. ἁδονά E.El.126 (lyr.).
II of persons, much-weeping, Id.Ph.366, Supp.Epigr.4.719 (Bithynia).
German (Pape)
[Seite 661] υος, von oder mit vielen Thränen, viel Thränen verursachend, sehr beweinenswerth; Ἄρης, Kampf, Il. 3, 132, wie πόλεμος, ib. 165 u. öfter; ὑσμίνη, 17, 544; ἰαχά, Aesch. Pers. 902; Luc. Halc. 1, – aber auch wie das Folgde, γόος, thränenreich, Aesch. Ch. 442, ἡδονή, Eur. El. 126.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
1 qui fait verser ou qui provoque des larmes abondantes;
2 accompagné de larmes abondantes (cri, gémissement).
Étymologie: πολύς, δάκρυ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδακρυς -υος [πολύς, δάκρυ] tranenrijk, tranen opwekkend:; πόλεμον... πολύδακρυν de tranenrijke oorlog Il. 22.487; met veel tranen:. π. γόος gejammer met veel tranen Aeschl. Ch. 449. van pers. veel tranen stortend. Eur. Phoen. 366.
Russian (Dvoretsky)
πολύδᾰκρυς: υος adj.
1 многослезный, исторгающий много слез (πόλεμος Hom.);
2 сопровождаемый потоками слез (γόος Aesch.);
3 проливающий потоки слез, горько плачущий Eur., Arph.
English (Autenrieth)
and πολυδάκρυος: of many tears, tearful, deplorable, epithet of war, battle, etc., Il. 17.192.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ.
β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.)
2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος θρήνους, θρηνητικός (α. «χέουσα πολύδακρυν γόον κεκρυμμένον», Αισχύλ.
β. «ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) αυτός που κλαίει πολύ, που δακρύζει πολύ, ο πνιγμένος στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκρυ (πρβλ. βαρύ-δακρυς/ βαρυ-δάκρυος)].
Greek Monotonic
πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ (δάκρυ), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με πολλά δάκρυα· απ' όπου,
I. πολύδακρυς, γεμάτος δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ) ὁ ἔχων πολλὰ δάκρυα, ὁ μετὰ πολλῶν δακρύων· ὅθεν, Ι. δι’ ὃν πολλὰ δάκρυα χύνονται, θλιβερός, λυπηρός, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη Ἰλ. Γ. 132, 165, Ρ. 544· ἰαχή, γόος Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Χο. 449· π. ἡδονὴ Εὐρ. Ἠλ. 126. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολὺ δακρύων, κλαίων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 366, Ἀριστοφ. Ὄρν. 212.
Middle Liddell
πολύ-δακρῠς, ῠος, ὁ, ἡ, δάκρυ
of or with many tears: hence,
I. much-wept, tearful, Il., Aesch.
II. of persons, much-weeping, Eur., Ar.