γαμώ: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=([[γαμάω]] και [[γαμέω]]) (AM [[γαμῶ]], [[γαμέω]])<br />ωθώ το [[πέος]] [[μέσα]] στο γυναικείο [[αιδοίο]], τον πρωκτό ή [[άλλη]] [[κοιλότητα]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> [[γαμώ]] ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — [[βρισιά]], [[βλαστήμια]] ή [[απειλή]], που εκτοξεύεται [[εναντίον]] κάποιου και θίγει τον ίδιο, [[μέλος]] του σώματός του ή της οικογένειάς του ή [[κάτι]] σεβαστό και [[ιερό]]<br /><b>2.</b> «άι γαμήσου» — [[βρισιά]] για να απαλλαγεί [[κάποιος]] από ενοχλητικό [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) [[παντρεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[γαμοῦμαι]] α) (για [[γυναίκα]]) [[παντρεύομαι]]<br />β) (για τους γονείς κόρης) [[παντρεύω]], [[δίνω]] ως [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[γαμέω]] δεν [[είναι]] παράγωγο ονόματος, [[αλλά]] ο [[ίδιος]] με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. [[γάμος]]. Συνδέεται με τη λ. [[γαμβρός]] [[καθώς]] και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. <i>jαmᾱtᾱr</i>, <i>jᾱrα</i>- κ.λπ. Δεν έχει [[επίσης]] αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική [[σχέση]] με τα [[γέντο]], <i>ύγγεμος</i> «[[συλλαβή]]», [[γέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαμήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμήλευμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαμετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαμήσι]], [[γαμιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀντιγαμέω|αντιγαμέω]], [[ἀρρενογαμέω|αρρενογαμέω]], [[δυσγαμέω]], [[ἐγγαμέω|εγγαμέω]], [[ἐπιγαμέω|επιγαμέω]], [[εὐγαμέω|ευγαμέω]], [[κερδογαμέω]], [[μονογαμέω]], [[ὀψιγαμέω|οψιγαμέω]], [[προγαμέω]], [[συγγαμέω]], [[ὑπογαμέω|υπογαμέω]]].
|mltxt=([[γαμάω]] και [[γαμέω]]) (AM [[γαμῶ]], [[γαμέω]])<br />ωθώ το [[πέος]] [[μέσα]] στο γυναικείο [[αιδοίο]], τον πρωκτό ή [[άλλη]] [[κοιλότητα]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> [[γαμώ]] ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — [[βρισιά]], [[βλαστήμια]] ή [[απειλή]], που εκτοξεύεται [[εναντίον]] κάποιου και θίγει τον ίδιο, [[μέλος]] του σώματός του ή της οικογένειάς του ή [[κάτι]] σεβαστό και [[ιερό]]<br /><b>2.</b> «άι γαμήσου» — [[βρισιά]] για να απαλλαγεί [[κάποιος]] από ενοχλητικό [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) [[παντρεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[γαμοῦμαι]] α) (για [[γυναίκα]]) [[παντρεύομαι]]<br />β) (για τους γονείς κόρης) [[παντρεύω]], [[δίνω]] ως [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[γαμέω]] δεν [[είναι]] παράγωγο ονόματος, [[αλλά]] ο [[ίδιος]] με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. [[γάμος]]. Συνδέεται με τη λ. [[γαμβρός]] [[καθώς]] και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. <i>jαmᾱtᾱr</i>, <i>jᾱrα</i>- κ.λπ. Δεν έχει [[επίσης]] αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική [[σχέση]] με τα [[γέντο]], <i>ύγγεμος</i> «[[συλλαβή]]», [[γέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γαμήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαμήλευμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γαμετή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαμήσι]], [[γαμιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀντιγαμέω|αντιγαμέω]], [[ἀρρενογαμέω|αρρενογαμέω]], [[δυσγαμέω]], [[ἐγγαμέω|εγγαμέω]], [[ἐπιγαμέω|επιγαμέω]], [[εὐγαμέω|ευγαμέω]], [[κερδογαμέω]], [[μονογαμέω]], [[ὀψιγαμέω|οψιγαμέω]], [[προγαμέω]], [[συγγαμέω]], [[ὑπογαμέω|υπογαμέω]]].
}}
{{trml
|trtx====[[fuck]]===
Afrikaans: naai; Albanian: qij, shkërdhej; Arabic: ⁧نَاكَ⁩, ⁧نَكَحَ⁩; Hijazi Arabic: ⁧ناك⁩; Armenian: քունել, քունվել; Aromanian: fut; Assamese: চোদ; Azerbaijani: sikmək, qayırmaq, soxmaq, sikişmək; Basque: txortan egin, larrutan egin; Belarusian: ябаць, пярдоліць, ябацца; Bengali: চুদা; Bulgarian: еба, шибам, чукам; Catalan: follar, cardar, fotre, fer un clau, fotre un clau, tirar-se; Cebuano: iyot; Chinese Cantonese: 屌, 𨳒/𮤭; Hakka: 屌; Mandarin: 幹/干, 搞, 操, 肏, 日; Min Nan: 姦/奸, 使, 箍, 躄; Cornish: kyjya; Czech: mrdat, prcat, šukat, šoustat, jebat; Danish: kneppe, bolle, pule, knalde; Dutch: [[neuken]], [[naaien]], [[wippen]], [[fleppen]], [[rampetampen]], [[bonken]], [[batsen]], [[ketsen]], [[krikken]]; Esperanto: fiki; Estonian: nikkuma, nussima, keppima, panema, trukkima; Faroese: mogga, gilla, fukka; Finnish: naida, panna, nussia, bylsiä, hässiä, kiksauttaa, muhinoida; French: [[baiser]], [[fourrer]], [[niquer]], [[enconner]], [[foutre]], [[enculer]], [[sauter]]; Galician: foder; Georgian: ტყვნა; German: [[ficken]], [[knallen]], [[bumsen]], [[nageln]], [[pimpern]], [[poppen]], [[pudern]], [[rammeln]], [[stechen]], [[stoßen]], [[vögeln]]; Greek: [[γαμώ]], [[γαμάω]], [[πηδώ]], [[πηδάω]]; Ancient Greek: [[βενέω]], [[βενῶ]], [[βινέω]], [[βινῶ]], [[διακροτέω]], [[διασποδέω]], [[κασαλβάζω]], [[κατελαύνω]], [[σπλεκόω]], [[σπεκλόω]], [[πλεκόω]], [[τρυπάω]]; Gujarati: સંભોગ કરવો, ચોદવું; Hebrew: ⁧זיין \ זִיֵּן⁩, ⁧דָּפַק⁩; Hindi: चोदना; Hungarian: baszik, megbasz, kúr, megkúr, dug, megdug; Icelandic: ríða, hafa kynmök, sofa hjá, hafa mök við; Ilocano: iyot; Indonesian: entot, mengentot, ngentot, ngewe, mengancuk; Ingrian: nussia; Interlingua: futuer; Italian: [[fottere]], [[scopare]], [[trombare]], [[chiavare]], [[sbattere]], [[bombare]], [[trapanare]], [[cavalcare]], [[montare]], [[ingroppare]], [[ficcare]], [[zappare]], [[ciulare]]; Jamaican Creole: jook; Japanese: エッチする, やる, 犯す, ファックする, まんこする; Javanese: ngancuk, ngencok; Kalmyk: охх; Kapampangan: karat; Kazakh: сігу; Khmer: រួមរ័ក្ស; Korean: 씹하다; Kurdish Northern Kurdish: gan; Kven: nussiit; Kyrgyz: тыгуу, сигүү; Lao: ສີ້, ເສບສົມ; Latin: [[futuo]]; Latvian: pisties, drāzties, drātēties, ņemties; Lithuanian: pistis, kruštis, dulkintis, pyškintis; Macedonian: ебе; Malay: kongkek, amput, koncok, main; Maltese: niek; Manchu: ᡴᡡᡵᠠᠮᠪᡳ; Marathi: झवणे; Norwegian: knulle, pule, jokke; Occitan: fóter, fotre, cardinar; Ottoman Turkish: ⁧سكشمك⁩; Persian: ⁧گائیدن⁩; Polish: pierdolić, pieprzyć, jebać, ruchać; Portuguese: [[foder]], [[montar]], [[pinar]], [[comer]], [[transar]], [[trepar]]; Romani: kurel; Romanian: fute, regula, găuri, și-o trage, și-o pune, cordi, babardi; Russian: [[ебать]], [[выебать]], [[отъебать]], [[ебаться]], [[сношаться]], [[трахать]], [[трахаться]], [[еть]], [[ети]], [[пердолить]]; Saraiki: ⁧یاہݨ⁩; Sardinian: fútere; Scottish Gaelic: dàir; Serbo-Croatian Cyrillic: јебати, карати, туцати, кресати, прцати, шукати; Latin: [[jebati]], [[karati]], [[tucati]], [[kresati]], [[prcati]], [[šukati]]; Sicilian: fùttiri; Slovak: jebať, drbať, šukať, trtkať, pichať, mrdať; Slovene: fukati, jebati; Slovincian: jåbac; Sorbian Lower Sorbian: jebaś; Upper Sorbian: jebać; Spanish: [[follar]], [[follarse]], [[joder]], [[coger]], [[chingar]], [[jalar]], [[tirarse]], [[cepillarse]], [[pichar]], [[culear]], [[joder]], [[vergar]], [[cachar]], [[garchar]]; Swahili: kutomba; Swedish: knulla, pöka, bazza; Tagalog: kantot, kadyot, kasta, gahasa; Tahitian: tītoi; Tajik: гоидан; Telugu: దెంగు; Thai: เย็ด; Turkish: sikmek, becermek, düzmek, koymak, sokmak, kaymak, halletmek, sikişmek; Ukrainian: їбати, їбатися; Urdu: ⁧چودنا⁩; Uzbek: sikmoq; Vietnamese: đụ, địt, đéo; Welsh: ffwcio, ffwrcho, cnuchio, ffwrchio; Yakut: кыар; Yiddish: ⁧טרענען⁩, ⁧יענצן⁩; Yoruba: dó; Zazaki: qeysnen, nayen, şanen
}}
}}

Latest revision as of 22:29, 28 February 2024

Greek Monolingual

(γαμάω και γαμέω) (AM γαμῶ, γαμέω)
ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος
νεοελλ.
φρ.
1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος του σώματός του ή της οικογένειάς του ή κάτι σεβαστό και ιερό
2. «άι γαμήσου» — βρισιά για να απαλλαγεί κάποιος από ενοχλητικό πρόσωπο
αρχ.
1. (για άντρα) παντρεύομαι
2. γαμοῦμαι α) (για γυναίκα) παντρεύομαι
β) (για τους γονείς κόρης) παντρεύω, δίνω ως νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. γαμέω δεν είναι παράγωγο ονόματος, αλλά ο ίδιος με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. γάμος. Συνδέεται με τη λ. γαμβρός καθώς και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. jαmᾱtᾱr, jᾱrα- κ.λπ. Δεν έχει επίσης αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική σχέση με τα γέντο, ύγγεμος «συλλαβή», γέμω.
ΠΑΡ. γαμήλιος
αρχ.
γαμήλευμα
αρχ.-μσν.
γαμετή
νεοελλ.
γαμήσι, γαμιάς.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντιγαμέω, αρρενογαμέω, δυσγαμέω, εγγαμέω, επιγαμέω, ευγαμέω, κερδογαμέω, μονογαμέω, οψιγαμέω, προγαμέω, συγγαμέω, υπογαμέω].

Translations

fuck

Afrikaans: naai; Albanian: qij, shkërdhej; Arabic: ⁧نَاكَ⁩, ⁧نَكَحَ⁩; Hijazi Arabic: ⁧ناك⁩; Armenian: քունել, քունվել; Aromanian: fut; Assamese: চোদ; Azerbaijani: sikmək, qayırmaq, soxmaq, sikişmək; Basque: txortan egin, larrutan egin; Belarusian: ябаць, пярдоліць, ябацца; Bengali: চুদা; Bulgarian: еба, шибам, чукам; Catalan: follar, cardar, fotre, fer un clau, fotre un clau, tirar-se; Cebuano: iyot; Chinese Cantonese: 屌, 𨳒/𮤭; Hakka: 屌; Mandarin: 幹/干, 搞, 操, 肏, 日; Min Nan: 姦/奸, 使, 箍, 躄; Cornish: kyjya; Czech: mrdat, prcat, šukat, šoustat, jebat; Danish: kneppe, bolle, pule, knalde; Dutch: neuken, naaien, wippen, fleppen, rampetampen, bonken, batsen, ketsen, krikken; Esperanto: fiki; Estonian: nikkuma, nussima, keppima, panema, trukkima; Faroese: mogga, gilla, fukka; Finnish: naida, panna, nussia, bylsiä, hässiä, kiksauttaa, muhinoida; French: baiser, fourrer, niquer, enconner, foutre, enculer, sauter; Galician: foder; Georgian: ტყვნა; German: ficken, knallen, bumsen, nageln, pimpern, poppen, pudern, rammeln, stechen, stoßen, vögeln; Greek: γαμώ, γαμάω, πηδώ, πηδάω; Ancient Greek: βενέω, βενῶ, βινέω, βινῶ, διακροτέω, διασποδέω, κασαλβάζω, κατελαύνω, σπλεκόω, σπεκλόω, πλεκόω, τρυπάω; Gujarati: સંભોગ કરવો, ચોદવું; Hebrew: ⁧זיין \ זִיֵּן⁩, ⁧דָּפַק⁩; Hindi: चोदना; Hungarian: baszik, megbasz, kúr, megkúr, dug, megdug; Icelandic: ríða, hafa kynmök, sofa hjá, hafa mök við; Ilocano: iyot; Indonesian: entot, mengentot, ngentot, ngewe, mengancuk; Ingrian: nussia; Interlingua: futuer; Italian: fottere, scopare, trombare, chiavare, sbattere, bombare, trapanare, cavalcare, montare, ingroppare, ficcare, zappare, ciulare; Jamaican Creole: jook; Japanese: エッチする, やる, 犯す, ファックする, まんこする; Javanese: ngancuk, ngencok; Kalmyk: охх; Kapampangan: karat; Kazakh: сігу; Khmer: រួមរ័ក្ស; Korean: 씹하다; Kurdish Northern Kurdish: gan; Kven: nussiit; Kyrgyz: тыгуу, сигүү; Lao: ສີ້, ເສບສົມ; Latin: futuo; Latvian: pisties, drāzties, drātēties, ņemties; Lithuanian: pistis, kruštis, dulkintis, pyškintis; Macedonian: ебе; Malay: kongkek, amput, koncok, main; Maltese: niek; Manchu: ᡴᡡᡵᠠᠮᠪᡳ; Marathi: झवणे; Norwegian: knulle, pule, jokke; Occitan: fóter, fotre, cardinar; Ottoman Turkish: ⁧سكشمك⁩; Persian: ⁧گائیدن⁩; Polish: pierdolić, pieprzyć, jebać, ruchać; Portuguese: foder, montar, pinar, comer, transar, trepar; Romani: kurel; Romanian: fute, regula, găuri, și-o trage, și-o pune, cordi, babardi; Russian: ебать, выебать, отъебать, ебаться, сношаться, трахать, трахаться, еть, ети, пердолить; Saraiki: ⁧یاہݨ⁩; Sardinian: fútere; Scottish Gaelic: dàir; Serbo-Croatian Cyrillic: јебати, карати, туцати, кресати, прцати, шукати; Latin: jebati, karati, tucati, kresati, prcati, šukati; Sicilian: fùttiri; Slovak: jebať, drbať, šukať, trtkať, pichať, mrdať; Slovene: fukati, jebati; Slovincian: jåbac; Sorbian Lower Sorbian: jebaś; Upper Sorbian: jebać; Spanish: follar, follarse, joder, coger, chingar, jalar, tirarse, cepillarse, pichar, culear, joder, vergar, cachar, garchar; Swahili: kutomba; Swedish: knulla, pöka, bazza; Tagalog: kantot, kadyot, kasta, gahasa; Tahitian: tītoi; Tajik: гоидан; Telugu: దెంగు; Thai: เย็ด; Turkish: sikmek, becermek, düzmek, koymak, sokmak, kaymak, halletmek, sikişmek; Ukrainian: їбати, їбатися; Urdu: ⁧چودنا⁩; Uzbek: sikmoq; Vietnamese: đụ, địt, đéo; Welsh: ffwcio, ffwrcho, cnuchio, ffwrchio; Yakut: кыар; Yiddish: ⁧טרענען⁩, ⁧יענצן⁩; Yoruba: dó; Zazaki: qeysnen, nayen, şanen