πωλητής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(1b)
mNo edit summary
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=politis
|Transliteration C=politis
|Beta Code=pwlhth/s
|Beta Code=pwlhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">seller</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span>24</span>: but, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> at Athens and elsewhere, <b class="b2">officials who farmed out taxes and other revenues, sold confiscated property</b>, and <b class="b2">entered into contracts for public works</b>, IG12.36.7, al., <span class="bibl">Antipho 6.49</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>7.3</span>, <span class="bibl">47.2</span>; also at Rhodes, <span class="title">SIG</span>581.97 (ii B.C.); <b class="b3">τοὶ π. μισθωσάντω ἀναγράψαι τὸ ψάφισμα</b> ib.398.49 (Cos, iii B.C.); they also <b class="b2">sold up the metics</b> who failed to pay their tax, <span class="bibl">D.25.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> at Epidamnus, an official <b class="b2">who regulated commercial dealings</b> with the neighbouring barbarians, Plu.2.297f.</span>
|Definition=πωλητοῦ, ὁ, prop.<br><span class="bld">A</span> [[seller]], [[public vendor]], Plu.''Galb.''24: but,<br><span class="bld">2</span> [[poletes]], at [[Athens]] and elsewhere, [[official]]s who [[farm]]ed out [[tax]]es and other [[revenue]]s, sold [[confiscate]]d [[property]], and [[enter]]ed into [[contract]]s for [[public]] [[work]]s, IG12.36.7, al., Antipho 6.49, Arist.''Ath.''7.3, 47.2; also at Rhodes, ''SIG''581.97 (ii B.C.); <b class="b3">τοὶ π. μισθωσάντω ἀναγράψαι τὸ ψάφισμα</b> ib.398.49 (Cos, iii B.C.); they also sold up the [[metic]]s who failed to [[pay]] their [[tax]], D.25.58.<br><span class="bld">3</span> at [[Epidamnus]], an [[official]] who [[regulate]]d [[commercial]] [[dealing]]s with the [[neighbouring]] [[barbarian]]s, Plu.2.297f.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] ὁ, 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] ὁ, 1) der [[Verkäufer]]. – 2) der [[Verpachtende]]. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πωλητής''': -οῦ, , ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν [[δέκα]] ἄρχοντες [[ὥσπερ]] οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν [[πλείω]] προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., [[Πολυδ]]. Η´, 99: [[ὡσαύτως]] δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ [[μετοίκιον]] αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων [[ὅστις]] ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[polète]] <i>ou</i> adjudicateur, un des dix magistrats chargés d'affermer les revenus publics, <i>à Athènes</i>;<br /><b>2</b> <i>à Épidamnos</i>, commissaire délégué annuellement dans les pays voisins pour régler certains intérêts de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[πωλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πωλητής -οῦ, ὁ [πωλέω] [[verkoper]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ () :<br /><b>1</b> polète <i>ou</i> adjudicateur, un des dix magistrats chargés d’affermer les revenus publics, <i>à Athènes</i>;<br /><b>2</b> <i>à Épidamnos</i>, commissaire délégué annuellement dans les pays voisins pour régler certains intérêts de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[πωλέω]].
|elrutext='''πωλητής:''' οῦ ὁ [[полет]]<br /><b class="num">1</b> [[в Афинах]], [[должностное лицо по сдаче на откуп государственных доходов]] Arst. и взысканию недоимок с метэков Dem.; полетов было десять, по одному от каждой филы;<br /><b class="num">2</b> [[в Эпидамне]], [[должностное лицо]], [[ежегодно командировавшееся в соседние страны для решения торговых вопросов]] Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[πωλήτρια]], ΝΑ, και [[πουλητής]], θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [[πωλῶ</i> / [[πουλώ]]<br />αυτός που πουλά [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπάλληλος]] εμπορικού καταστήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Επίδαμνο) [[άρχων]] ο [[οποίος]] ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις της πόλης με τους γείτονες βαρβάρους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πωληταί</i><br />([[ιδίως]] στην Αθήνα) [[δέκα]] ενιαύσιοι οικονομικοί άρχοντες που είχαν ως [[έργο]] τους την [[εκμίσθωση]] τών τελών και τών δασμών σε πλειοδότες, [[καθώς]] και την [[πώληση]] μετοίκων που δεν είχαν πληρώσει το [[μετοίκιον]] ή [[πρόστιμο]] που τους είχε επιβληθεί («τοὺς [[ἐννέα]] ἄρχοντας καὶ τοὺς [[ταμίας]] καὶ τοὺς πωλητάς», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ο, θηλ. [[πωλήτρια]], ΝΑ, και [[πουλητής]], θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [[πωλῶ<]] / [[πουλώ]]<br />αυτός που πουλά [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπάλληλος]] εμπορικού καταστήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Επίδαμνο) [[άρχων]] ο [[οποίος]] ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις της πόλης με τους γείτονες βαρβάρους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πωληταί</i><br />([[ιδίως]] στην Αθήνα) [[δέκα]] ενιαύσιοι οικονομικοί άρχοντες που είχαν ως [[έργο]] τους την [[εκμίσθωση]] τών τελών και τών δασμών σε πλειοδότες, [[καθώς]] και την [[πώληση]] μετοίκων που δεν είχαν πληρώσει το [[μετοίκιον]] ή [[πρόστιμο]] που τους είχε επιβληθεί («τοὺς [[ἐννέα]] ἄρχοντας καὶ τοὺς [[ταμίας]] καὶ τοὺς πωλητάς», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που πουλάει· στην Αθήνα οι <i>πωληταί</i> ήταν [[δέκα]] άρχοντες που εκμίσθωναν (Λατ. locabant) τους φόρους και τις δημόσιες προσόδους σε πλειοδότες, σε Δημ.
|lsmtext='''πωλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που πουλάει· στην Αθήνα οι <i>πωληταί</i> ήταν [[δέκα]] άρχοντες που εκμίσθωναν (Λατ. locabant) τους φόρους και τις δημόσιες προσόδους σε πλειοδότες, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πωλητής:''' οῦ ὁ полет<br /><b class="num">1)</b> в Афинах, должностное лицо по сдаче на откуп государственных доходов Arst. и взысканию недоимок с метэков Dem.; полетов было десять, по одному от каждой филы;<br /><b class="num">2)</b> в Эпидамне, должностное лицо, ежегодно командировавшееся в соседние страны для решения торговых вопросов Plut.
|lstext='''πωλητής''': -οῦ, ὁ, πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν [[δέκα]] ἄρχοντες [[ὥσπερ]] οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν [[πλείω]] προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., Πολυδ. Η´, 99: [[ὡσαύτως]] δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ [[μετοίκιον]] αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων [[ὅστις]] ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως μετὰ τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F.
}}
{{elnl
|elnltext=πωλητής -οῦ, ὁ [πωλέω] verkoper.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πωλητής]], οῦ, ὁ, [from [[πωλέω]]<br />one who sells; at [[Athens]], the πωληταί were ten officers, who let out (locabant) the taxes and revenues to the [[highest]] bidders, Dem.
|mdlsjtxt=[[πωλητής]], οῦ, ὁ, [from [[πωλέω]]<br />one who sells; at [[Athens]], the πωληταί were ten officers, who let out (locabant) the taxes and revenues to the [[highest]] bidders, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 20:56, 29 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητής Medium diacritics: πωλητής Low diacritics: πωλητής Capitals: ΠΩΛΗΤΗΣ
Transliteration A: pōlētḗs Transliteration B: pōlētēs Transliteration C: politis Beta Code: pwlhth/s

English (LSJ)

πωλητοῦ, ὁ, prop.
A seller, public vendor, Plu.Galb.24: but,
2 poletes, at Athens and elsewhere, officials who farmed out taxes and other revenues, sold confiscated property, and entered into contracts for public works, IG12.36.7, al., Antipho 6.49, Arist.Ath.7.3, 47.2; also at Rhodes, SIG581.97 (ii B.C.); τοὶ π. μισθωσάντω ἀναγράψαι τὸ ψάφισμα ib.398.49 (Cos, iii B.C.); they also sold up the metics who failed to pay their tax, D.25.58.
3 at Epidamnus, an official who regulated commercial dealings with the neighbouring barbarians, Plu.2.297f.

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 polète ou adjudicateur, un des dix magistrats chargés d'affermer les revenus publics, à Athènes;
2 à Épidamnos, commissaire délégué annuellement dans les pays voisins pour régler certains intérêts de commerce.
Étymologie: πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητής -οῦ, ὁ [πωλέω] verkoper.

Russian (Dvoretsky)

πωλητής: οῦ ὁ полет
1 в Афинах, должностное лицо по сдаче на откуп государственных доходов Arst. и взысканию недоимок с метэков Dem.; полетов было десять, по одному от каждой филы;
2 в Эпидамне, должностное лицо, ежегодно командировавшееся в соседние страны для решения торговых вопросов Plut.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [[πωλῶ<]] / πουλώ
αυτός που πουλά κάτι
νεοελλ.
υπάλληλος εμπορικού καταστήματος
αρχ.
1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις της πόλης με τους γείτονες βαρβάρους
2. στον πληθ. οἱ πωληταί
(ιδίως στην Αθήνα) δέκα ενιαύσιοι οικονομικοί άρχοντες που είχαν ως έργο τους την εκμίσθωση τών τελών και τών δασμών σε πλειοδότες, καθώς και την πώληση μετοίκων που δεν είχαν πληρώσει το μετοίκιον ή πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί («τοὺς ἐννέα ἄρχοντας καὶ τοὺς ταμίας καὶ τοὺς πωλητάς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

πωλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που πουλάει· στην Αθήνα οι πωληταί ήταν δέκα άρχοντες που εκμίσθωναν (Λατ. locabant) τους φόρους και τις δημόσιες προσόδους σε πλειοδότες, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητής: -οῦ, ὁ, ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν δέκα ἄρχοντες ὥσπερ οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν πλείω προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., Πολυδ. Η´, 99: ὡσαύτως δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ μετοίκιον αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων ὅστις ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως μετὰ τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F.

Middle Liddell

πωλητής, οῦ, ὁ, [from πωλέω
one who sells; at Athens, the πωληταί were ten officers, who let out (locabant) the taxes and revenues to the highest bidders, Dem.