ἐλύω: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_5) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elyo | |Transliteration C=elyo | ||
|Beta Code=e)lu/w | |Beta Code=e)lu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[roll round]] (cf. [[εἰλύω]]): only aor. 1 Pass., <b class="b3">ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη</b> the [[pole]] [[roll]]ed to the [[ground]], Il.23.393; <b class="b3">προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς</b> [[roll]]ed up, [[crouch]]ing before [[Achilles]]' [[feet]], 24.510, cf. A.R.3.281, 1.1034; <b class="b3">λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς</b> [[coil]]ed close [[up]]... Od. 9.433; ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθείς Archil.103.<br><span class="bld">II</span> in later Ep., = [[εἰλύω]], [[wrap up]], [[cover]], <b class="b3">ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς</b> [[shroud]]ed in them, A.R. 1.254; ἐν πηλοῖσιν ἐλυσθείς Opp.''C.''3.418, cf. ''H.''2.89; <b class="b3">διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐλυσθείς</b> A.R.3.1313. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ἑλύω v. [[εἰλύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0803.png Seite 803]] winden, krümmen, nur in dem aor. ἐλύσθην; ῥυμὸς ἐπ ὶ γαῖαν ἐλύσθη, fuhr gegen die Erde, wurde gegen die Erde gebeugt, Il. 23, 393; sonst nur Partic. ἐλυσθείς, gekrümmt, sich krümmend, wälzend; [[προπάροιθε]] ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλ. 24, 510; ὑπὸ γαστέρ' ἐλ., unter den Bauch gekrümmt, geschmiegt, Od. 9, 433; sp. D.; [[ἔρως]] ὑπὸ καρδίαν ἐλ, ins Herz geschmiegt, Archil. frg. 69; ἐν ψαμάθοισι καὶ ἐν πηλοῖσιν ἐλ., darin versenkt, versteckt, Opp. C. 3, 418, vgl. Hal. 2, 89; ἐν κτερέεσσιν ἐλ., eingehüllt, Ap. Rh. 1, 254; ὁ δ' ἐν ψαμάθοισιν ἐλυσθείς, hingestreckt, 1, 1034. Vgl. [[εἰλύω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0803.png Seite 803]] winden, krümmen, nur in dem aor. ἐλύσθην; ῥυμὸς ἐπ ὶ γαῖαν ἐλύσθη, fuhr gegen die Erde, wurde gegen die Erde gebeugt, Il. 23, 393; sonst nur Partic. ἐλυσθείς, gekrümmt, sich krümmend, wälzend; [[προπάροιθε]] ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλ. 24, 510; ὑπὸ γαστέρ' ἐλ., unter den Bauch gekrümmt, geschmiegt, Od. 9, 433; sp. D.; [[ἔρως]] ὑπὸ καρδίαν ἐλ, ins Herz geschmiegt, Archil. frg. 69; ἐν ψαμάθοισι καὶ ἐν πηλοῖσιν ἐλ., darin versenkt, versteckt, Opp. C. 3, 418, vgl. Hal. 2, 89; ἐν κτερέεσσιν ἐλ., eingehüllt, Ap. Rh. 1, 254; ὁ δ' ἐν ψαμάθοισιν ἐλυσθείς, hingestreckt, 1, 1034. Vgl. [[εἰλύω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. ao. Pass.</i><br />[[rouler]], [[se rouler]].<br />'''Étymologie:''' R. ϜελϜ, rouler ; cf. <i>lat.</i> [[volvo]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλύω''': Ἀττ. ἑλύω, [[κυλίω]] (πρβλ. [[εἰλύω]]): ― ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄ παθ., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, ἐξεκυλίσθη εἰς τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 393· [[προπάροιθε]] ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, «εἰλυθεὶς» (Σχόλ.), Ω. 510· λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθείς, συστραφείς, «ζαρώσας», Ὀδ. Ι. 433· [[ἔρως]] ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς Ἀρχίλ. 94. ΙΙ. παρὰ μεταγ. Ἐπ. = [[εἰλύω]], [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[καλύπτω]], ἐν κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254· ἐν ψαμάθοισι [[αὐτόθι]] 1034· διὰ φλογὸς [[εἶθαρ]] ἐλ. ὁ αὐτ. Γ. 1313. Πρβλ. [[εἰλύω]] ἐν τέλει. | |lstext='''ἐλύω''': Ἀττ. ἑλύω, [[κυλίω]] (πρβλ. [[εἰλύω]]): ― ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄ παθ., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, ἐξεκυλίσθη εἰς τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 393· [[προπάροιθε]] ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, «εἰλυθεὶς» (Σχόλ.), Ω. 510· λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθείς, συστραφείς, «ζαρώσας», Ὀδ. Ι. 433· [[ἔρως]] ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς Ἀρχίλ. 94. ΙΙ. παρὰ μεταγ. Ἐπ. = [[εἰλύω]], [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[καλύπτω]], ἐν κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254· ἐν ψαμάθοισι [[αὐτόθι]] 1034· διὰ φλογὸς [[εἶθαρ]] ἐλ. ὁ αὐτ. Γ. 1313. Πρβλ. [[εἰλύω]] ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(ϝελύω), aor. [[pass]]. [[ἐλύσθη]], [[part]]. [[ἐλυσθείς]]: [[wind]], [[roll]] up; [[pass]]., of a [[chariot]]-[[pole]] dragging in curves, ‘wiggling,’ [[along]] the [[ground]], Il. 23.393; of [[Priam]] [[bent]] [[prostrate]] at the feet of [[Achilles]], Il. 24.510; [[Odysseus]] curled up [[under]] the [[belly]] of the [[ram]], Od. 9.433. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐλύω]] και ἑλύω και [[εἰλύω]] (Α)<br />[[τυλίγω]], [[περιελίσσω]], [[κουλουριάζω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλύω:''' Αττ. ἕλύω, [[κυλώ]] (πρβλ. [[εἰλύω]])·<br /><b class="num">I.</b> μόνο σε Παθ. αόρ. αʹ ἐπὶ γαῖαν [[ἐλύσθη]], κύλησε στο [[έδαφος]], στο [[χώμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[προπάροιθε]] ποδῶνἈχιλῆος [[ἐλυσθείς]], κουβαριασμένος, κουλουριασμένος [[μπροστά]] στα πόδια του Αχιλλέα, στο ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' [[ἐλυσθείς]], αυτός που ζάρωσε, κουλουριάστηκε, διπλώθηκε [[κάτω]] από (την [[πίεση]]) της κοιλιάς, του στομαχιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[εἰλύω]], [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], [[διπλώνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]], σε Απολλ. Ρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[roll]] [[round]] (cf. [[εἰλύω]]):— only in aor1 [[pass]]. ἐπὶ γαῖαν [[ἐλύσθη]] rolled to the [[ground]], Il.; [[προπάροιθε]] ποδῶν Ἀχιλῆος [[ἐλυσθείς]] rolled up, crouching [[before]] [[Achilles]]' feet, Il.; ὑπὸ γαστέρ' [[ἐλυσθείς]] huddled under [the ram's] [[belly]], Od.<br /><b class="num">II.</b> = [[εἰλύω]], to [[wrap]] up, [[cover]], Apoll. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 3 March 2024
English (LSJ)
A roll round (cf. εἰλύω): only aor. 1 Pass., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη the pole rolled to the ground, Il.23.393; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς rolled up, crouching before Achilles' feet, 24.510, cf. A.R.3.281, 1.1034; λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς coiled close up... Od. 9.433; ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθείς Archil.103.
II in later Ep., = εἰλύω, wrap up, cover, ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς shrouded in them, A.R. 1.254; ἐν πηλοῖσιν ἐλυσθείς Opp.C.3.418, cf. H.2.89; διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐλυσθείς A.R.3.1313.
Spanish (DGE)
ἑλύω v. εἰλύω.
German (Pape)
[Seite 803] winden, krümmen, nur in dem aor. ἐλύσθην; ῥυμὸς ἐπ ὶ γαῖαν ἐλύσθη, fuhr gegen die Erde, wurde gegen die Erde gebeugt, Il. 23, 393; sonst nur Partic. ἐλυσθείς, gekrümmt, sich krümmend, wälzend; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλ. 24, 510; ὑπὸ γαστέρ' ἐλ., unter den Bauch gekrümmt, geschmiegt, Od. 9, 433; sp. D.; ἔρως ὑπὸ καρδίαν ἐλ, ins Herz geschmiegt, Archil. frg. 69; ἐν ψαμάθοισι καὶ ἐν πηλοῖσιν ἐλ., darin versenkt, versteckt, Opp. C. 3, 418, vgl. Hal. 2, 89; ἐν κτερέεσσιν ἐλ., eingehüllt, Ap. Rh. 1, 254; ὁ δ' ἐν ψαμάθοισιν ἐλυσθείς, hingestreckt, 1, 1034. Vgl. εἰλύω.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass.
rouler, se rouler.
Étymologie: R. ϜελϜ, rouler ; cf. lat. volvo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλύω: Ἀττ. ἑλύω, κυλίω (πρβλ. εἰλύω): ― ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄ παθ., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, ἐξεκυλίσθη εἰς τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 393· προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, «εἰλυθεὶς» (Σχόλ.), Ω. 510· λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθείς, συστραφείς, «ζαρώσας», Ὀδ. Ι. 433· ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς Ἀρχίλ. 94. ΙΙ. παρὰ μεταγ. Ἐπ. = εἰλύω, τυλίσσω, περιτυλίσσω, καλύπτω, ἐν κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254· ἐν ψαμάθοισι αὐτόθι 1034· διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐλ. ὁ αὐτ. Γ. 1313. Πρβλ. εἰλύω ἐν τέλει.
English (Autenrieth)
(ϝελύω), aor. pass. ἐλύσθη, part. ἐλυσθείς: wind, roll up; pass., of a chariot-pole dragging in curves, ‘wiggling,’ along the ground, Il. 23.393; of Priam bent prostrate at the feet of Achilles, Il. 24.510; Odysseus curled up under the belly of the ram, Od. 9.433.
Greek Monolingual
ἐλύω και ἑλύω και εἰλύω (Α)
τυλίγω, περιελίσσω, κουλουριάζω.
Greek Monotonic
ἐλύω: Αττ. ἕλύω, κυλώ (πρβλ. εἰλύω)·
I. μόνο σε Παθ. αόρ. αʹ ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, κύλησε στο έδαφος, στο χώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· προπάροιθε ποδῶνἈχιλῆος ἐλυσθείς, κουβαριασμένος, κουλουριασμένος μπροστά στα πόδια του Αχιλλέα, στο ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς, αυτός που ζάρωσε, κουλουριάστηκε, διπλώθηκε κάτω από (την πίεση) της κοιλιάς, του στομαχιού, σε Ομήρ. Οδ.
II. = εἰλύω, τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, περιβάλλω, καλύπτω, σε Απολλ. Ρόδ.
Middle Liddell
I. to roll round (cf. εἰλύω):— only in aor1 pass. ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη rolled to the ground, Il.; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς rolled up, crouching before Achilles' feet, Il.; ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς huddled under [the ram's] belly, Od.
II. = εἰλύω, to wrap up, cover, Apoll.