θέσκελος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(13_5)
mNo edit summary
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theskelos
|Transliteration C=theskelos
|Beta Code=qe/skelos
|Beta Code=qe/skelos
|Definition=ον, Ep. Adj. perh. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">set in motion by God</b> (κέλλω), and so <b class="b2">marvellous, wondrous</b>, always of things, <b class="b3">θ. ἔργα</b> deeds or works <b class="b2">of wonder</b>, <span class="bibl">Il.3.130</span>, <span class="bibl">Od.11.610</span>; θέσκελα εἰδώς Call.<b class="b2">Fr.anon</b>.<span class="bibl">385</span>: neut. Adv., <b class="b3">ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ</b> it was <b class="b2">wondrous</b> like him, <span class="bibl">Il.23.107</span>; prob. taken by later poets as,= <b class="b2">God-inspired</b> (κελεύω), θ. Ἑρμῆς <span class="bibl">Coluth.126</span>.</span>
|Definition=θέσκελον, Ep. Adj. perhaps [[set in motion by God]] ([[κέλλω]]), and so [[marvellous]], [[wondrous]], always of things, <b class="b3">θ. ἔργα</b> deeds or works [[of wonder]], Il.3.130, Od.11.610; θέσκελα εἰδώς Call.Fr.anon.385: neut. Adv., <b class="b3">ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ</b> it was [[wondrous]] like him, Il.23.107; prob. taken by later poets as, = [[God-inspired]] ([[κελεύω]]), θ. Ἑρμῆς Coluth.126.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1203.png Seite 1203]] ([[θεός]] – [[ἐΐσκω]]), gottgleich, gottähnlich, übh. übermenschlich, göttlich, erstaunenswürdig; ἔργα, wundervolle Thaten, Il. 3, 130 Od. 11, 374; Hes. Sc. 34; wundervolle Arbeit, Od. 11, 610. – Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ Il. 23, 107, er glich ihm wunderbar. Einzeln auch bei sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1203.png Seite 1203]] ([[θεός]] – [[ἐΐσκω]]), [[gottgleich]], [[gottähnlich]], übh. [[übermenschlich]], [[göttlich]], [[erstaunenswürdig]]; ἔργα, wundervolle Taten, Il. 3, 130 Od. 11, 374; Hes. Sc. 34; wundervolle [[Arbeit]], Od. 11, 610. – Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ Il. 23, 107, er glich ihm [[wunderbar]]. Einzeln auch bei sp. D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> [[semblable aux dieux]] <i>ou</i> aux choses divines ; [[merveilleux]], [[extraordinaire]], [[prodigieux]] ; <i>adv.</i> • [[θέσκελον]] = [[merveilleusement]].<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[ἐΐσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θέσκελος:''' [[θεός]] + [[ἐΐσκω]] досл. [[богоподобный]], перен. [[удивительный]], [[замечательный]], [[необыкновенный]], [[чудесный]] (ἔργα Hom., Hes.).
}}
{{ls
|lstext='''θέσκελος''': -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., [[ὅμοιος]] τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ [[ἔννοια]] αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον [[θεοείκελος]], τὸ δὲ [[θέσκελος]] ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ [[θεοείκελος]] ἀείποτε ἐπὶ προσώπων· θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610· θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B· - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ [[ὑπερβαλλόντως]] ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107· - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, [[ὀμφή]], [[προφήτης]] θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.· οὕτω καί, θ. [[Ἑρμῆς]] Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)
}}
{{Autenrieth
|auten=([[θεός]]): [[supernatural]], [[fig]]., [[wondrous]]; ἔργα, Od. 11.374, 610.—Adv., θέσκελον, [[wonderfully]], Il. 23.107.
}}
{{grml
|mltxt=[[θέσκελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό<br /><b>2.</b> αυτός που τελείται από θεό, [[θαυμαστός]], [[υπεράνθρωπος]] («θέσκελα ἔργα [[ἴδηαι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεσκέλως</i> (Α)<br />με θαυμαστό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. επικό [[επίθετο]], του οποίου το α' συνθετικό [[είναι]] <i>θεσ</i>- ([[πρβλ]]. <i>θεο</i>-), ενώ το β' συνθετικό συνδέθηκε με το [[κέλλω]]/[[κέλομαι]] «[[κινώ]] [[παρακινώ]]», αν και η [[παρουσία]] του -<i>ε</i>- [[είναι]] προβληματική, [[γιατί]] θα αναμενόταν -<i>ο</i>- στο β' συνθετικό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέσκελος:''' -ον, = [[θεοείκελος]], [[υπερφυσικός]], [[θαυμαστός]], [[θεσπέσιος]]· <i>θέσκελα ἔργα</i>, πράξεις θαυμαστές, σε Όμηρ.· ως επίρρ., [[ἔϊκτο]] δὲ θέσκελον [[αὐτῷ]], ήταν υπερβολικά όμοια με εκείνον, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: ep. adjunct, [[marvellous]], [[wonderful]] (Il.).<br />Origin: IE [Indo-European] [259] <b class="b2">*dheh₁s-</b> [[god-]]<br />Etymology: Compound from <b class="b3">*θεσ-</b> [[god]] (s. [[θεός]]) and [[κέλομαι]] [[drive]]; so prop. [[moved by a god]]. On the [[e-]]vocalism of the 2. member Schwyzer 449 n. 3. - Cf. [[θεσπέσιος]], [[θέσφατος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θέσκελος]], ον = [[θεοείκελος]],]<br />[[marvellous]], [[wondrous]], θέσκελα ἔργα works of [[wonder]], Hom.:—as adv., [[ἔϊκτο]] δὲ θέσκελον [[αὐτῷ]] 'twas [[wondrous]] like him, Il.
}}
{{FriskDe
|ftr='''θέσκελος''': {théskelos}<br />'''Meaning''': ep. Beiwort, etwa [[wunderbar]], [[herrlich]] (seit Il.).<br />'''Etymology''': Zusammenbildung aus *θεσ- [[Gott]] (s. [[θεός]]) und [[κέλομαι]] [[treiben]]; somit eig. [[von einem Gott getrieben]]. Zum ''e''-Vokalismus des Hinterglieds Schwyzer 449 A. 3. — Vgl. [[θεσπέσιος]], [[θέσφατος]].<br />'''Page''' 1,667
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσκελος Medium diacritics: θέσκελος Low diacritics: θέσκελος Capitals: ΘΕΣΚΕΛΟΣ
Transliteration A: théskelos Transliteration B: theskelos Transliteration C: theskelos Beta Code: qe/skelos

English (LSJ)

θέσκελον, Ep. Adj. perhaps set in motion by God (κέλλω), and so marvellous, wondrous, always of things, θ. ἔργα deeds or works of wonder, Il.3.130, Od.11.610; θέσκελα εἰδώς Call.Fr.anon.385: neut. Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ it was wondrous like him, Il.23.107; prob. taken by later poets as, = God-inspired (κελεύω), θ. Ἑρμῆς Coluth.126.

German (Pape)

[Seite 1203] (θεόςἐΐσκω), gottgleich, gottähnlich, übh. übermenschlich, göttlich, erstaunenswürdig; ἔργα, wundervolle Taten, Il. 3, 130 Od. 11, 374; Hes. Sc. 34; wundervolle Arbeit, Od. 11, 610. – Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ Il. 23, 107, er glich ihm wunderbar. Einzeln auch bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. semblable aux dieux ou aux choses divines ; merveilleux, extraordinaire, prodigieux ; adv. • θέσκελον = merveilleusement.
Étymologie: θεός, ἐΐσκω.

Russian (Dvoretsky)

θέσκελος: θεός + ἐΐσκω досл. богоподобный, перен. удивительный, замечательный, необыкновенный, чудесный (ἔργα Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

θέσκελος: -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., ὅμοιος τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ ἔννοια αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον θεοείκελος, τὸ δὲ θέσκελος ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, θαυμαστός, θαυμάσιος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ θεοείκελος ἀείποτε ἐπὶ προσώπων· θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610· θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B· - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ ὑπερβαλλόντως ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107· - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, ὀμφή, προφήτης θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.· οὕτω καί, θ. Ἑρμῆς Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)

English (Autenrieth)

(θεός): supernatural, fig., wondrous; ἔργα, Od. 11.374, 610.—Adv., θέσκελον, wonderfully, Il. 23.107.

Greek Monolingual

θέσκελος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό
2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
θεσκέλως (Α)
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό επίθετο, του οποίου το α' συνθετικό είναι θεσ- (πρβλ. θεο-), ενώ το β' συνθετικό συνδέθηκε με το κέλλω/κέλομαι «κινώ παρακινώ», αν και η παρουσία του -ε- είναι προβληματική, γιατί θα αναμενόταν -ο- στο β' συνθετικό].

Greek Monotonic

θέσκελος: -ον, = θεοείκελος, υπερφυσικός, θαυμαστός, θεσπέσιος· θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμαστές, σε Όμηρ.· ως επίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ήταν υπερβολικά όμοια με εκείνον, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ep. adjunct, marvellous, wonderful (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [259] *dheh₁s- god-
Etymology: Compound from *θεσ- god (s. θεός) and κέλομαι drive; so prop. moved by a god. On the e-vocalism of the 2. member Schwyzer 449 n. 3. - Cf. θεσπέσιος, θέσφατος.

Middle Liddell

θέσκελος, ον = θεοείκελος,]
marvellous, wondrous, θέσκελα ἔργα works of wonder, Hom.:—as adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ 'twas wondrous like him, Il.

Frisk Etymology German

θέσκελος: {théskelos}
Meaning: ep. Beiwort, etwa wunderbar, herrlich (seit Il.).
Etymology: Zusammenbildung aus *θεσ- Gott (s. θεός) und κέλομαι treiben; somit eig. von einem Gott getrieben. Zum e-Vokalismus des Hinterglieds Schwyzer 449 A. 3. — Vgl. θεσπέσιος, θέσφατος.
Page 1,667