κακοπραγέω: Difference between revisions
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[κακοπραγῶ]] :<br />[[être malheureux]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[πράσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:32, 16 March 2024
English (LSJ)
fare ill, fail in an enterprise, Th.4.55; to be in ill plight, Id.2.43; κ. ἀναξίως Arist.Rh.1386b26, cf. Aphth.Prog.1, al.: in physical sense, ἥπατος ἢ γαστρὸς κακοπραγούντων Gal.10.789, al.
German (Pape)
[Seite 1302] in seinen Unternehmungen Unglück haben, übh. unglücklich sein, Thuc. 2, 43. 4, 55 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
κακοπραγῶ :
être malheureux.
Étymologie: κακός, πράσσω.
Greek Monotonic
κᾰκοπρᾱγέω: μέλ. -ήσω (πρᾶγος), είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε μία προσπάθεια, δυστυχώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπρᾱγέω: терпеть неудачи, быть несчастливым (в своих делах) Arst.: οἰ κακοπραγοῦντες Thuc. несчастные, обездоленные.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπραγέω [κακός, πράττω] er slecht voor staan, ongelukkig zijn.
Middle Liddell
κᾰκο-πρᾱγέω, fut. -ήσω πρᾶγος
to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight, Thuc.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀποτυχαίνω, δυστυχῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό κακοπραγής (=κακοποιός) → κακός + πρᾶγος (=πρᾶγμα) τοῦ πράττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀπό τό κακοπραγῶ: κακοπραγία (=ἀποτυχία), κακοπράγημα, κακοπράγμων (=βλαβερός).