πρωτόλεια: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protoleia | |Transliteration C=protoleia | ||
|Beta Code=prwto/leia | |Beta Code=prwto/leia | ||
|Definition=τά, ([[λεία]]) [[first spoils]] in war, and, generally, [[first-fruits]], Lyc.298, [[falsa lectio|f.l.]] for [[προτέλεια]] in J.''AJ''4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.''Ep.''184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια [[θιγγάνω]], as the [[first]] [[act]] of my [[supplication]] I [[clasp]] your [[knee]]s, [[Euripides|E.]] | |Definition=τά, ([[λεία]]) [[first spoils]] in war, and, generally, [[first-fruits]], Lyc.298, [[falsa lectio|f.l.]] for [[προτέλεια]] in J.''AJ''4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.''Ep.''184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια [[θιγγάνω]], as the [[first]] [[act]] of my [[supplication]] I [[clasp]] your [[knee]]s, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''382: sg., = [[ἀπαρχή]], Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον [[στέφος]] Lyc.1228. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 20:39, 22 March 2024
English (LSJ)
τά, (λεία) first spoils in war, and, generally, first-fruits, Lyc.298, f.l. for προτέλεια in J.AJ4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.Ep.184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω, as the first act of my supplication I clasp your knees, E.Or.382: sg., = ἀπαρχή, Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
première part d'un butin ; en gén. prémices.
Étymologie: πρῶτος, λεία.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόλεια: τά первая добыча: γονάτων π. θιγγάνω ἱκέτης Eur. я прежде всего припадаю с мольбой к (твоим) коленям.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόλεια: τά, (λεία) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα λάφυρα ἐν πολέμῳ, καὶ καθόλου, οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ πρωτόλεια τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον στέφος Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.
Greek Monotonic
πρωτόλεια: τά (λεία), τα πρώτα λάφυρα στον πόλεμο, γενικά, πρώτοι καρποί, απαρχές· τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια, στην έναρξη της ικεσίας μου, σε Ευρ.
Middle Liddell
πρωτόλεια, ων, τά, λεία
the first spoils in war, the firstfruits; τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια as the first act of my supplication, Eur.
Mantoulidis Etymological
τά (=τά πρῶτα λάφυρα τοῦ πολέμου, οἱ πρῶτοι καρποί). Ἀπό τό πρῶτος + λεία. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη πρῶτος.