ῥιπτάζω: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=riptazo | |Transliteration C=riptazo | ||
|Beta Code=r(ipta/zw | |Beta Code=r(ipta/zw | ||
|Definition=Frequentat. of [[ῥίπτω]], < | |Definition=Frequentat. of [[ῥίπτω]],<br><span class="bld">A</span> [[throw to and fro]], [[toss about]], ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς Il.14.257; <b class="b3">ὀφρύσι ῥιπτάζεσκε</b> [[moved]] the eyebrows [[up and down]], h.Merc.279:—Pass., [[toss about]], especially in bed, Hp. ''Epid.''4.31 (so ῥιπτάζειν ἑαυτόν ''Morb.''2.69; and [[ῥιπτάζειν]] alone, Acut. (Sp.) 18); πρᾶγμα πολλαῖσι.. ἀγρυπνίαισιν ἐρριπτασμένον Ar.''Lys.''27; ὕφη γυναικῶν.. ἐρριπτάζετο [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''210 iii 12; τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plu.''Cic.''37; ῥιπτάσαι περιδεῶς ''BCH''48.518 (Palestine).<br><span class="bld">II</span> Pass. also, = [[ῥίπτομαι]], ''AP''5.164 (Mel.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] frequentat. von [[ῥίπτω]], häufig, wiederholt hin- und herschleudern; als Mißhandlung, θεοὺς κατὰ [[δῶμα]], Il. 14, 257; ὀφρύσι ῥιπτάζειν, mit den Augenbrauen zucken, häufige Bewegungen machen, h. Merc. 279; πολλαῖς ἀγρυπνίαις ἐῤῥιπτασμένον, Ar. Lys. 27, auf dem Bette hin- und hergeworfen; sp. D., ἐν κόλποισιν ἐκείνης ῥιπτασθεὶς κείσθω, Mel. 102 (V, 165). – Auch in sp. Prosa, τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plut. Cic. 37. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] frequentat. von [[ῥίπτω]], häufig, wiederholt hin- und herschleudern; als Mißhandlung, θεοὺς κατὰ [[δῶμα]], Il. 14, 257; ὀφρύσι ῥιπτάζειν, mit den Augenbrauen zucken, häufige Bewegungen machen, h. Merc. 279; πολλαῖς ἀγρυπνίαις ἐῤῥιπτασμένον, Ar. Lys. 27, auf dem Bette hin- und hergeworfen; sp. D., ἐν κόλποισιν ἐκείνης ῥιπτασθεὶς κείσθω, Mel. 102 (V, 165). – Auch in sp. Prosa, τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plut. Cic. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[agiter en tous sens]] <i>ou</i> sans cesse ; <i>Pass.</i> être agité en tous sens;<br /><b>2</b> [[ballotter]] ; malmener, maltraiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥιπτάζω:''' [frequ. к [[ῥίπτω]]<br /><b class="num">1</b> [[двигать]], [[шевелить]] (ὀφρύσι HH): τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Plut. долго колеблясь между обоими решениями;<br /><b class="num">2</b> (в гневе), [[разбрасывать]], [[расшвыривать]], [[разгонять]] (θεοὺς κατὰ [[δῶμα]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[обдумывать]] ([[πρᾶγμα]] ἐρριπτασμένον Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιπτάζω''': μέλλ. -άσω, θαμιστικὸν τοῦ ῥιπτω, [[ῥίπτω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], «πετῶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά», Λατ. jactare, ῥιπτάζων κατὰ [[δῶμα]] θεούς, «ῥίπτων, συνελαύνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 257· ὀφρύσι ῥιπτάζειν, κινεῖν τὰς ὀφρῦς ἄνω καὶ [[κάτω]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἕρμ. 279. - Παθ., κινοῦμαι, στρέφομαι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, [[κυρίως]] ἐν τῇ κλίνῃ, Ἱππ. 1133Ε, (οὕτω ῥιπτάζειν ἑαυτὸν 485. 28· καὶ μόνον ῥιπτάζειν 399. 40)· [[πρᾶγμα]] ἀγρυπνίαις πολλαῖσιν ἐρριπτασμένον Ἀριστοφ. Λυσ. 27· τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ’ ἀμφότερα Πλουτ. Κικ. 37. ΙΙ. Παθ. [[ὡσαύτως]], = ῥίπτομαι, Ἀνθ. Π. 5 .165. | |lstext='''ῥιπτάζω''': μέλλ. -άσω, θαμιστικὸν τοῦ ῥιπτω, [[ῥίπτω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], «πετῶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά», Λατ. jactare, ῥιπτάζων κατὰ [[δῶμα]] θεούς, «ῥίπτων, συνελαύνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 257· ὀφρύσι ῥιπτάζειν, κινεῖν τὰς ὀφρῦς ἄνω καὶ [[κάτω]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἕρμ. 279. - Παθ., κινοῦμαι, στρέφομαι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, [[κυρίως]] ἐν τῇ κλίνῃ, Ἱππ. 1133Ε, (οὕτω ῥιπτάζειν ἑαυτὸν 485. 28· καὶ μόνον ῥιπτάζειν 399. 40)· [[πρᾶγμα]] ἀγρυπνίαις πολλαῖσιν ἐρριπτασμένον Ἀριστοφ. Λυσ. 27· τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ’ ἀμφότερα Πλουτ. Κικ. 37. ΙΙ. Παθ. [[ὡσαύτως]], = ῥίπτομαι, Ἀνθ. Π. 5 .165. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ῥιπτάζω]] ΝΑ<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] εδώ κι [[εκεί]], [[σκορπίζω]] [[ολόγυρα]] («ῥιπτάζων κατὰ [[δῶμα]] θεούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ριπτάζομαι</i><br />κινούμαι εδώ κι [[εκεί]], [[στριφογυρίζω]], [[ιδίως]] στο [[κρεβάτι]], από [[ανησυχία]] και [[αϋπνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>2.</b> [[αμφιταλαντεύομαι]] (α. «ῥιπτάσαι [[περιδεῶς]]», <b>επιγρ.</b><br />β. «τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> εξετάζομαι, με ερευνούν με πολλή [[προσοχή]] («πρᾶγμα | |mltxt=[[ῥιπτάζω]] ΝΑ<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] εδώ κι [[εκεί]], [[σκορπίζω]] [[ολόγυρα]] («ῥιπτάζων κατὰ [[δῶμα]] θεούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ριπτάζομαι</i><br />κινούμαι εδώ κι [[εκεί]], [[στριφογυρίζω]], [[ιδίως]] στο [[κρεβάτι]], από [[ανησυχία]] και [[αϋπνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>2.</b> [[αμφιταλαντεύομαι]] (α. «ῥιπτάσαι [[περιδεῶς]]», <b>επιγρ.</b><br />β. «τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> εξετάζομαι, με ερευνούν με πολλή [[προσοχή]] («πρᾶγμα πολλαῖσι... -ἀγρυπνίαις ἐρριπτασμένον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό μεταρρηματικό παρ. σχηματισμένο από το θ. <i>ῥιπτ</i>- του ρ. [[ῥίπτω]] με κατάλ. -<i>άζω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥιπτάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[ῥίπτω]], [[ρίχνω]] εδώ κι [[εκεί]], [[πετώ]] [[δεξιά]] κι αριστερά, Λατ. jactare, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀφρύσι ῥιπτάζειν</i>, [[κινώ]] τα φρύδια πάνω [[κάτω]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., [[γυρνώ]] [[δεξιά]] κι αριστερά, [[στριφογυρίζω]] στο [[κρεβάτι]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ῥιπτάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, θαμιστικό του [[ῥίπτω]], [[ρίχνω]] εδώ κι [[εκεί]], [[πετώ]] [[δεξιά]] κι αριστερά, Λατ. jactare, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀφρύσι ῥιπτάζειν</i>, [[κινώ]] τα φρύδια πάνω [[κάτω]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., [[γυρνώ]] [[δεξιά]] κι αριστερά, [[στριφογυρίζω]] στο [[κρεβάτι]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥιπτάζω]], fut. -άσω [Frequentative of [[ῥίπτω]]<br />to [[throw]] to and fro, [[toss]] [[about]], Lat. jactare, Il.; ὀφρύσι ῥιπτάζειν to [[move]] the eyebrows up and [[down]], Hhymn.:—Pass. to be tossed [[about]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ῥιπτάζω]], fut. -άσω [Frequentative of [[ῥίπτω]]<br />to [[throw]] to and fro, [[toss]] [[about]], Lat. jactare, Il.; ὀφρύσι ῥιπτάζειν to [[move]] the eyebrows up and [[down]], Hhymn.:—Pass. to be tossed [[about]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:03, 23 March 2024
English (LSJ)
Frequentat. of ῥίπτω,
A throw to and fro, toss about, ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς Il.14.257; ὀφρύσι ῥιπτάζεσκε moved the eyebrows up and down, h.Merc.279:—Pass., toss about, especially in bed, Hp. Epid.4.31 (so ῥιπτάζειν ἑαυτόν Morb.2.69; and ῥιπτάζειν alone, Acut. (Sp.) 18); πρᾶγμα πολλαῖσι.. ἀγρυπνίαισιν ἐρριπτασμένον Ar.Lys.27; ὕφη γυναικῶν.. ἐρριπτάζετο S.Fr.210 iii 12; τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plu.Cic.37; ῥιπτάσαι περιδεῶς BCH48.518 (Palestine).
II Pass. also, = ῥίπτομαι, AP5.164 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 845] frequentat. von ῥίπτω, häufig, wiederholt hin- und herschleudern; als Mißhandlung, θεοὺς κατὰ δῶμα, Il. 14, 257; ὀφρύσι ῥιπτάζειν, mit den Augenbrauen zucken, häufige Bewegungen machen, h. Merc. 279; πολλαῖς ἀγρυπνίαις ἐῤῥιπτασμένον, Ar. Lys. 27, auf dem Bette hin- und hergeworfen; sp. D., ἐν κόλποισιν ἐκείνης ῥιπτασθεὶς κείσθω, Mel. 102 (V, 165). – Auch in sp. Prosa, τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plut. Cic. 37.
French (Bailly abrégé)
1 agiter en tous sens ou sans cesse ; Pass. être agité en tous sens;
2 ballotter ; malmener, maltraiter, acc..
Étymologie: ῥίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ῥιπτάζω: [frequ. к ῥίπτω
1 двигать, шевелить (ὀφρύσι HH): τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ᾽ ἀμφότερα Plut. долго колеблясь между обоими решениями;
2 (в гневе), разбрасывать, расшвыривать, разгонять (θεοὺς κατὰ δῶμα Hom.);
3 обдумывать (πρᾶγμα ἐρριπτασμένον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτάζω: μέλλ. -άσω, θαμιστικὸν τοῦ ῥιπτω, ῥίπτω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, «πετῶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά», Λατ. jactare, ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς, «ῥίπτων, συνελαύνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 257· ὀφρύσι ῥιπτάζειν, κινεῖν τὰς ὀφρῦς ἄνω καὶ κάτω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἕρμ. 279. - Παθ., κινοῦμαι, στρέφομαι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, κυρίως ἐν τῇ κλίνῃ, Ἱππ. 1133Ε, (οὕτω ῥιπτάζειν ἑαυτὸν 485. 28· καὶ μόνον ῥιπτάζειν 399. 40)· πρᾶγμα ἀγρυπνίαις πολλαῖσιν ἐρριπτασμένον Ἀριστοφ. Λυσ. 27· τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ’ ἀμφότερα Πλουτ. Κικ. 37. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, = ῥίπτομαι, Ἀνθ. Π. 5 .165.
Greek Monolingual
ῥιπτάζω ΝΑ
1. ρίχνω εδώ κι εκεί, σκορπίζω ολόγυρα («ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς», Ομ. Ιλ.)
2. (μέσ. και παθ.) ριπτάζομαι
κινούμαι εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι, από ανησυχία και αϋπνία
αρχ.
2. αμφιταλαντεύομαι (α. «ῥιπτάσαι περιδεῶς», επιγρ.
β. «τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα», Πλούτ.)
3. παθ. εξετάζομαι, με ερευνούν με πολλή προσοχή («πρᾶγμα πολλαῖσι... -ἀγρυπνίαις ἐρριπτασμένον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρρηματικό παρ. σχηματισμένο από το θ. ῥιπτ- του ρ. ῥίπτω με κατάλ. -άζω].
Greek Monotonic
ῥιπτάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του ῥίπτω, ρίχνω εδώ κι εκεί, πετώ δεξιά κι αριστερά, Λατ. jactare, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀφρύσι ῥιπτάζειν, κινώ τα φρύδια πάνω κάτω, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., γυρνώ δεξιά κι αριστερά, στριφογυρίζω στο κρεβάτι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ῥιπτάζω, fut. -άσω [Frequentative of ῥίπτω
to throw to and fro, toss about, Lat. jactare, Il.; ὀφρύσι ῥιπτάζειν to move the eyebrows up and down, Hhymn.:—Pass. to be tossed about, Plut.