καταπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataplasso
|Transliteration C=kataplasso
|Beta Code=katapla/ssw
|Beta Code=katapla/ssw
|Definition=Att. καταπλάττω, fut. <b class="b3">-πλάσω</b> [ᾰ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[plaster over]], πηλῷ κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμούς <span class="bibl">Hdt.2.70</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>612a18</span>; ὄξει τὰ βλέφαρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span> 721</span>; τὰ ὦτα κηρῷ Plu.2.15d:—Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ec.</span>878</span>; κηρῷ <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>624a13</span>:—Med., <b class="b3">τὴν κεφαλὴν κατ' ὦν ἐπλάσατο</b> [[plastered her own]] head, <span class="bibl">Hdt.2.85</span>, cf. <span class="bibl">D.S.1.72</span>,<span class="bibl">91</span>; <b class="b3">τοῦτο καταπλάσσονται</b> <b class="b3">πᾶν τὸ σῶμα</b> this they [[plaster over their]] whole body, <span class="bibl">Hdt.4.75</span>:—Pass., καταπλαττομένων ἢ ἐπιπλαττομένων Phld.<span class="title">Mus.</span> p.52K. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Medic., [[plaster]] or [[poultice]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>13</span>, al.; also, [[apply as a plaster]] or [[poultice]], in Pass., Dsc.4.87,88: metaph., c. gen., θεὸς κ. τῶν ψυχῆς τραυμάτων <span class="bibl">Ph.1.455</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., [[καταπεπλασμένος]], = [[καταπλαστός]] ''ΙΙ'', <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>28(49).101</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. the [[artificial sound]] produced by stopping the higher notes in a flute, Quint.1.11.6.</span>
|Definition=Att. [[καταπλάττω]], fut. -πλάσω [ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[plaster over]], πηλῷ κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμούς [[Herodotus|Hdt.]]2.70, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''612a18; ὄξει τὰ βλέφαρα Ar.''Pl.'' 721; τὰ ὦτα κηρῷ Plu.2.15d:—Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ Ar. ''Ec.''878; κηρῷ [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''624a13:—Med., <b class="b3">τὴν κεφαλὴν κατ' ὦν ἐπλάσατο</b> [[plastered her own]] head, [[Herodotus|Hdt.]]2.85, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.72,91; <b class="b3">τοῦτο καταπλάσσονται</b> <b class="b3">πᾶν τὸ σῶμα</b> this they [[plaster over]] their [[whole]] [[body]], [[Herodotus|Hdt.]]4.75:—Pass., καταπλαττομένων ἢ ἐπιπλαττομένων Phld.''Mus.'' p.52K.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[plaster]] or [[poultice]], Hp.''VC''13, al.; also, [[apply as a plaster]] or [[apply as a poultice]], in Pass., Dsc.4.87,88: metaph., c. gen., θεὸς κ. τῶν ψυχῆς τραυμάτων Ph.1.455.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[καταπεπλασμένος]], = [[καταπλαστός]] ''ΙΙ'', Aristid.''Or.''28(49).101; [[τὸ καταπεπλασμένον]] the [[artificial sound]] produced by stopping the higher notes in a [[flute]], Quint.1.11.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -[[πλάττω]] (s. [[πλάσσω]]), bestreichen, beschmieren; ὄξει [[διέμενος]] κατέπλασεν [[αὐτοῦ]] τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ [[πρόσωπον]] [[ἅπαν]] ψιμύθῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon [[καταπλαστός]], darauf gestrichen, [[φάρμακον]], Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -[[πλάττω]] (s. [[πλάσσω]]), bestreichen, beschmieren; ὄξει [[διέμενος]] κατέπλασεν [[αὐτοῦ]] τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ [[πρόσωπον]] [[ἅπαν]] ψιμύθῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon [[καταπλαστός]], darauf gestrichen, [[φάρμακον]], Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πλάσω ᾰ·- [[ἐπιχρίω]], [[ἐπαλείφω]], [[καλύπτω]] μέ τι, κατ’ ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Ἡρόδ. 2, 70· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5· ὄξει τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721· κηρῷ τὰ ὦτα Πλούτ. 2, 15D.- Παθ., ψιμυθίῳ καταπεπλασμένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878· καὶ ἀπολ., καταπεπλασμένος Πλούτ. 2. 724· κηρῷ Ἀριτσ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9·- τὸ [[πρόσωπον]] ἅπαν ψιμυθίῳ κ. Λουκ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 408.- Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, [[ἐπιχρίω]] τὴν ἰδίαν μου κεφαλήν, Ἡρόδ. 2, 85· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., «οἱ τιτᾶνες καταπλασάμενοι γύψῳ ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀπομάττειν· μετὰ διπλ. αἰτ., τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], τοῦτο ἐπαλείφουσιν εἰς ὅλον τὸ σῶμά των, Ἡρόδ. 4. 75. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ἐφαρμόζω]] [[κατάπλασμα]], διὰ καταπλάσματος [[ἰατρεύω]], συνάπτεται μετὰ τοῦ καταιονᾶν καὶ καταντλεῖν, Διοσκ. ὑπαλειφόμενα ἢ καταπλαττόμενα Πλουτ. Ἠθ. 561· ὁ φακὸς καταπλαττόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ σὺν τῷ ἀλφίτῳ Διοσκ. 4, 87. 3) μεταφ., καταπεπλασμένος= καταπλαστὸς ΙΙ, Ἀριστείδ. 2, 388·- τὸ κατ., ὁ τεχνητὸς [[ἦχος]] ὁ παραγόμενος διὰ τῆς ἐμφράξεως τῶν ὑψηλοτέρων φθόγγων τοῦ αὐλοῦ, ἴδε Quintil. 1. 11, 7. 4) [[πλαστός]], ψευδής, ὁ Πολυδ. Δ΄, 48, μνημονεύει τούτου ἐπὶ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ σοφιστοῦ.
|btext=<i>f.</i> καταπλάσω;<br />appliquer un enduit, enduire : κηρῷ τὰ [[ὦτα]] PLUT les oreilles de cire;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταπλάσσομαι]] s'appliquer un enduit ; <i>avec</i> double acc. : τι τὸ [[σῶμα]] HDT s'enduire le corps de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πλάσσω Ion. voor καταπλάττω.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> καταπλάσω;<br />appliquer un enduit, enduire : κηρῷ τὰ [[ὦτα]] PLUT les oreilles de cire;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταπλάσσομαι s’appliquer un enduit ; <i>avec</i> double acc. : [[τι]] τὸ [[σῶμα]] HDT s’enduire le corps de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλάσσω]].
|elrutext='''καταπλάσσω:''' атт. [[καταπλάττω]] (fut. καταπλάσω)<br /><b class="num">1</b> [[намазывать]], [[смазывать]], [[натирать]] (τὰ βλέφαρά τινος Arph.; ἑαυτὸν πηλῷ Arst.): ψιμυθίῳ καταπεπλασμένη Arph. намазанная белилами, набеленная; med. натирать себе ([[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[замазывать]], [[затыкать]] (τὰ [[ὦτα]] κηρῷ τινι Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[σοβατίζω]] με πηλό, άργιλο κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Μέσ., <i>καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν</i>, [[επιχρίω]], [[αλείφω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· τοῦτοκαταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], με αυτό επαλείφουν [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] τους, στον ίδ.
|lsmtext='''καταπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], [[σοβατίζω]] με πηλό, άργιλο κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Μέσ., <i>καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν</i>, [[επιχρίω]], [[αλείφω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· τοῦτοκαταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], με αυτό επαλείφουν [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] τους, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπλάσσω:''' атт. [[καταπλάττω]] (fut. καταπλάσω)<br /><b class="num">1)</b> намазывать, смазывать, натирать (τὰ βλέφαρά τινος Arph.; ἑαυτὸν πηλῷ Arst.): ψιμυθίῳ καταπεπλασμένη Arph. намазанная белилами, набеленная; med. натирать себе ([[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[замазывать]], [[затыкать]] (τὰ [[ὦτα]] κηρῷ τινι Plut.).
|lstext='''καταπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πλάσω ᾰ·- [[ἐπιχρίω]], [[ἐπαλείφω]], [[καλύπτω]] μέ τι, κατ’ ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Ἡρόδ. 2, 70· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5· ὄξει τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721· κηρῷ τὰ ὦτα Πλούτ. 2, 15D.- Παθ., ψιμυθίῳ καταπεπλασμένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878· καὶ ἀπολ., καταπεπλασμένος Πλούτ. 2. 724· κηρῷ Ἀριτσ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9·- τὸ [[πρόσωπον]] ἅπαν ψιμυθίῳ κ. Λουκ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 408.- Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, [[ἐπιχρίω]] τὴν ἰδίαν μου κεφαλήν, Ἡρόδ. 2, 85· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., «οἱ τιτᾶνες καταπλασάμενοι γύψῳ ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀπομάττειν· μετὰ διπλ. αἰτ., τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]], τοῦτο ἐπαλείφουσιν εἰς ὅλον τὸ σῶμά των, Ἡρόδ. 4. 75. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ἐφαρμόζω]] [[κατάπλασμα]], διὰ καταπλάσματος [[ἰατρεύω]], συνάπτεται μετὰ τοῦ καταιονᾶν καὶ καταντλεῖν, Διοσκ. ὑπαλειφόμενα ἢ καταπλαττόμενα Πλουτ. Ἠθ. 561· ὁ φακὸς καταπλαττόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ σὺν τῷ ἀλφίτῳ Διοσκ. 4, 87. 3) μεταφ., καταπεπλασμένος= καταπλαστὸς ΙΙ, Ἀριστείδ. 2, 388·- τὸ κατ., ὁ τεχνητὸς [[ἦχος]] ὁ παραγόμενος διὰ τῆς ἐμφράξεως τῶν ὑψηλοτέρων φθόγγων τοῦ αὐλοῦ, ἴδε Quintil. 1. 11, 7. 4) [[πλαστός]], ψευδής, ὁ Πολυδ. Δ΄, 48, μνημονεύει τούτου ἐπὶ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ σοφιστοῦ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πλάσσω Ion. voor καταπλάττω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -πλάσω<br />to [[plaster]] [[over]] with [[clay]], etc., Hdt., Ar.:—Mid., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν to [[plaster]] one's own [[head]], Hdt.; [[τοῦτο]] καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]] [[this]] they [[plaster]] [[over]] [[their]] [[whole]] [[body]], Hdt.
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. -πλάσω<br />to [[plaster]] [[over]] with [[clay]], etc., Hdt., Ar.:—Mid., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν to [[plaster]] one's own [[head]], Hdt.; [[τοῦτο]] καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]] [[this]] they [[plaster]] [[over]] [[their]] [[whole]] [[body]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλάσσω Medium diacritics: καταπλάσσω Low diacritics: καταπλάσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: kataplássō Transliteration B: kataplassō Transliteration C: kataplasso Beta Code: katapla/ssw

English (LSJ)

Att. καταπλάττω, fut. -πλάσω [ᾰ],
A plaster over, πηλῷ κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.70, cf. Arist.HA612a18; ὄξει τὰ βλέφαρα Ar.Pl. 721; τὰ ὦτα κηρῷ Plu.2.15d:—Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ Ar. Ec.878; κηρῷ Arist.HA624a13:—Med., τὴν κεφαλὴν κατ' ὦν ἐπλάσατο plastered her own head, Hdt.2.85, cf. D.S.1.72,91; τοῦτο καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα this they plaster over their whole body, Hdt.4.75:—Pass., καταπλαττομένων ἢ ἐπιπλαττομένων Phld.Mus. p.52K.
2 Medic., plaster or poultice, Hp.VC13, al.; also, apply as a plaster or apply as a poultice, in Pass., Dsc.4.87,88: metaph., c. gen., θεὸς κ. τῶν ψυχῆς τραυμάτων Ph.1.455.
3 metaph., καταπεπλασμένος, = καταπλαστός ΙΙ, Aristid.Or.28(49).101; τὸ καταπεπλασμένον the artificial sound produced by stopping the higher notes in a flute, Quint.1.11.6.

German (Pape)

[Seite 1370] att. -πλάττω (s. πλάσσω), bestreichen, beschmieren; ὄξει διέμενος κατέπλασεν αὐτοῦ τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα, sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμύθῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon καταπλαστός, darauf gestrichen, φάρμακον, Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. καταπλάσω;
appliquer un enduit, enduire : κηρῷ τὰ ὦτα PLUT les oreilles de cire;
Moy. καταπλάσσομαι s'appliquer un enduit ; avec double acc. : τι τὸ σῶμα HDT s'enduire le corps de qch.
Étymologie: κατά, πλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πλάσσω Ion. voor καταπλάττω.

Russian (Dvoretsky)

καταπλάσσω: атт. καταπλάττω (fut. καταπλάσω)
1 намазывать, смазывать, натирать (τὰ βλέφαρά τινος Arph.; ἑαυτὸν πηλῷ Arst.): ψιμυθίῳ καταπεπλασμένη Arph. намазанная белилами, набеленная; med. натирать себе (πᾶν τὸ σῶμα Her.);
2 замазывать, затыкать (τὰ ὦτα κηρῷ τινι Plut.).

Greek Monolingual

καταπλάσσω (Α, Μ και Α αττ. τ. καταπλάττω)
βάζω κατάπλασμα, έμπλαστρο, μπλαστρώνω
μσν.
1. διαμορφώνω, κατασκευάζω κάτι
2. επινοώ κάτι, σοφίζομαι
αρχ.
1. επιχρίω, επαλείφω, καλύπτω με κάτι
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπλασμένος, -η, -ον
προσποιητός, πλαστός, φτειασιδωμένος, ψεύτικος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταπεπλασμένον
ο τεχνητός ήχος που παράγεται με την έμφραξη τών υψηλότερων φθόγγων του αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].

Greek Monotonic

καταπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], σοβατίζω με πηλό, άργιλο κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, επιχρίω, αλείφω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.· τοῦτοκαταπλάσσονται ὅλον τὸ σῶμα, με αυτό επαλείφουν ολόκληρο το σώμα τους, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πλάσω ᾰ·- ἐπιχρίω, ἐπαλείφω, καλύπτω μέ τι, κατ’ ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Ἡρόδ. 2, 70· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5· ὄξει τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721· κηρῷ τὰ ὦτα Πλούτ. 2, 15D.- Παθ., ψιμυθίῳ καταπεπλασμένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878· καὶ ἀπολ., καταπεπλασμένος Πλούτ. 2. 724· κηρῷ Ἀριτσ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9·- τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμυθίῳ κ. Λουκ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 408.- Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, ἐπιχρίω τὴν ἰδίαν μου κεφαλήν, Ἡρόδ. 2, 85· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., «οἱ τιτᾶνες καταπλασάμενοι γύψῳ ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀπομάττειν· μετὰ διπλ. αἰτ., τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ σῶμα, τοῦτο ἐπαλείφουσιν εἰς ὅλον τὸ σῶμά των, Ἡρόδ. 4. 75. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐφαρμόζω κατάπλασμα, διὰ καταπλάσματος ἰατρεύω, συνάπτεται μετὰ τοῦ καταιονᾶν καὶ καταντλεῖν, Διοσκ. ὑπαλειφόμενα ἢ καταπλαττόμενα Πλουτ. Ἠθ. 561· ὁ φακὸς καταπλαττόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ σὺν τῷ ἀλφίτῳ Διοσκ. 4, 87. 3) μεταφ., καταπεπλασμένος= καταπλαστὸς ΙΙ, Ἀριστείδ. 2, 388·- τὸ κατ., ὁ τεχνητὸς ἦχος ὁ παραγόμενος διὰ τῆς ἐμφράξεως τῶν ὑψηλοτέρων φθόγγων τοῦ αὐλοῦ, ἴδε Quintil. 1. 11, 7. 4) πλαστός, ψευδής, ὁ Πολυδ. Δ΄, 48, μνημονεύει τούτου ἐπὶ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ σοφιστοῦ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. -πλάσω
to plaster over with clay, etc., Hdt., Ar.:—Mid., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν to plaster one's own head, Hdt.; τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ σῶμα this they plaster over their whole body, Hdt.