ἐπισυνάπτω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episynapto | |Transliteration C=episynapto | ||
|Beta Code=e)pisuna/ptw | |Beta Code=e)pisuna/ptw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[join on]], [[subjoin]], [[attach]], τί τινι Hp.''Art.''71, Plb. 3.2.8, Phld.''Vit.''p.43 J., cf. D.H.1.87, etc.; [[add]], περί τινος S.E.''M.''1.120:—Pass., ([[λέξεις]])A.D.''Synt.''6.28.<br><span class="bld">2</span> = [[συνάπτειν]], μάχην τινί D.S. 14.94.<br><span class="bld">3</span> c. dat., [[assist]], [[promote]], τῷ τάχει Ph.''Bel.''69.8.<br><span class="bld">II</span> Med., [[link oneself with]], τινί Eustr.''in EN''6.18. | |Definition=<span class="bld">A</span> [[join on]], [[subjoin]], [[attach]], τί τινι Hp.''Art.''71, Plb. 3.2.8, Phld.''Vit.''p.43 J., cf. D.H.1.87, etc.; [[add]], περί τινος S.E.''M.''1.120:—Pass., ([[λέξεις]])A.D.''Synt.''6.28.<br><span class="bld">2</span> = [[συνάπτειν]], μάχην τινί [[Diodorus Siculus|D.S.]] 14.94.<br><span class="bld">3</span> c. dat., [[assist]], [[promote]], τῷ τάχει Ph.''Bel.''69.8.<br><span class="bld">II</span> Med., [[link oneself with]], τινί Eustr.''in EN''6.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 08:00, 27 March 2024
English (LSJ)
A join on, subjoin, attach, τί τινι Hp.Art.71, Plb. 3.2.8, Phld.Vit.p.43 J., cf. D.H.1.87, etc.; add, περί τινος S.E.M.1.120:—Pass., (λέξεις)A.D.Synt.6.28.
2 = συνάπτειν, μάχην τινί D.S. 14.94.
3 c. dat., assist, promote, τῷ τάχει Ph.Bel.69.8.
II Med., link oneself with, τινί Eustr.in EN6.18.
German (Pape)
[Seite 987] noch daran fügen, damit verbinden, hinzusetzen, Pol. 3, 2, 8; ἐπισυναπτέον, S. Emp. adv. phys. 2, 20; μάχην τινί, Jemandem eine Schlacht liefern, D. Sic. 14, 94; πόλεμον, Krieg veranlassen, Plut. Cam. 18.
French (Bailly abrégé)
joindre avec, adapter à ; fig. rattacher à.
Étymologie: ἐπί, συνάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυνάπτω:
1 связывать, завязывать (τί τινι Polyb.);
2 присоединять: ἐ. περί τινος Sext. добавить (несколько слов) о чем-л.;
3 завязывать, начинать (μάχην τινί Diod.; πόλεμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνάπτω: ὡς καὶ νῦν, συνάπτω, προσαρτῶ τι εἴς τι, οἷς ἐπισυνάψομεν τὰς περὶ τὴν Αἴγυπτον ταραχὰς Πολύβ. 3. 2, 8· κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται, τι ἀπό τινος Διον. Ἁλ. 1. 87· προσθέτω, τι περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 120. 2) = συνάπτω, ἐπισυνάπτειν μάχην τινὶ Διόδ. 14. 94, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 18. ΙΙ. συνορεύω, ἔρχομαι ἀμέσως κατόπιν, Φωτ. Βιβλ. 458. 30.
Greek Monolingual
(AM ἐπισυνάπτω) συνάπτω
προσθέτω, συνάπτω σε κάτι
νεοελλ.
1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο
2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ. συνημμένο σε αίτηση, επιστολή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. συνάπτω μάχη, συγκρούομαι
2. ακολουθώ αμέσως, κατόπιν
αρχ.
κρεμώ κάτι από κάτι.
Greek Monotonic
ἐπισυνάπτω: μέλ. -ψω, αναζωπυρώνω τον πόλεμο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ψω
to renew a war, Plut.