ἐργολαβία: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ergolavia | |Transliteration C=ergolavia | ||
|Beta Code=e)rgolabi/a | |Beta Code=e)rgolabi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[contract for the execution of work]], πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25: pl., ''Ath.Mitt.''51.29 (Samos), Plu.''Cat.Ma.''19.<br><span class="bld">II</span> [[profitmaking]], ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.29, cf. Lib.''Decl.''23.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1020.png Seite 1020]] ἡ, = [[ἐργολάβεια]], so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας [[ἕνεκα]] D. gie. 2, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1020.png Seite 1020]] ἡ, = [[ἐργολάβεια]], so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας [[ἕνεκα]] D. gie. 2, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[contrat pour l'exécution d'un travail]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐργολάβος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐργολᾰβία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[принятие заказа]]: πρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας [[ἕνεκα]] Diod. и ἀπ᾽ ἐργολαβίας Plut. по заказу, за плату;<br /><b class="num">2</b> [[заработок]], [[доход]] (αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐργολᾰβία''': ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῃ ἀμοιβῇ, παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κερδοσκοπία, πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ· ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι Διόδ. 2. 29. | |lstext='''ἐργολᾰβία''': ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῃ ἀμοιβῇ, παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κερδοσκοπία, πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ· ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι Διόδ. 2. 29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐργολαβία]]) [[εργολάβος]]<br />[[ανάληψη]] εκτελέσεως έργου με [[αμοιβή]] συμφωνημένη κατ’ [[αποκοπή]] («[[εργολαβία]] τροφοδοσίας στρατού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδίωξη]] ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, [[λόγια]] κ.λπ., [[ερωτοτροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κερδοσκοπία]]. | |mltxt=η (AM [[ἐργολαβία]]) [[εργολάβος]]<br />[[ανάληψη]] εκτελέσεως έργου με [[αμοιβή]] συμφωνημένη κατ’ [[αποκοπή]] («[[εργολαβία]] τροφοδοσίας στρατού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδίωξη]] ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, [[λόγια]] κ.λπ., [[ερωτοτροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κερδοσκοπία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A contract for the execution of work, πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25: pl., Ath.Mitt.51.29 (Samos), Plu.Cat.Ma.19.
II profitmaking, ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι D.S.2.29, cf. Lib.Decl.23.20.
German (Pape)
[Seite 1020] ἡ, = ἐργολάβεια, so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας ἕνεκα D. gie. 2, 29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
contrat pour l'exécution d'un travail.
Étymologie: ἐργολάβος.
Russian (Dvoretsky)
ἐργολᾰβία: ἡ
1 принятие заказа: πρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ᾽ ἐργολαβίας Plut. по заказу, за плату;
2 заработок, доход (αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργολᾰβία: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῃ ἀμοιβῇ, παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κερδοσκοπία, πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι Διόδ. 2. 29.
Greek Monolingual
η (AM ἐργολαβία) εργολάβος
ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπή («εργολαβία τροφοδοσίας στρατού»)
νεοελλ.
επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία
αρχ.
κερδοσκοπία.