extraño: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἄγνωστος]], [[ἀεικής]], [[ἀήθης]], [[ἀϊκής]], [[αἰλότριος]], [[ἀλλογενής]], [[ἀλλογνώς]], [[ἀλλόγνωτος]], [[ἀλλοδαπός]], [[ἀλλόθροος]], [[ἀλλόθρους]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀλλοτέρμων]], [[ἀλλότερρος]], [[ἀλλότριος]], [[ἀλλόττριος]], [[ἀλλόφυλος]], [[ἀλλόχρως]], [[ἀνάρσιος]], [[ἀπάτητος]], [[ἀπόμορφος]], [[ | |sltx=[[ἄγνωστος]], [[ἀεικής]], [[ἀήθης]], [[ἀϊκής]], [[αἰλότριος]], [[ἀλλογενής]], [[ἀλλογνώς]], [[ἀλλόγνωτος]], [[ἀλλοδαπός]], [[ἀλλόθροος]], [[ἀλλόθρους]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀλλοτέρμων]], [[ἀλλότερρος]], [[ἀλλότριος]], [[ἀλλόττριος]], [[ἀλλόφυλος]], [[ἀλλόχρως]], [[ἀνάρσιος]], [[ἀπάτητος]], [[ἀπόμορφος]], [[ἀπεξενωμένος]], [[ἀπρόσφυλος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύνηθες]], [[ἀσυνήθης]], [[ἀσύντακτος]], [[ἀτοπία]], [[ἄτοπος]], [[δεινός]], [[εἰσαγώγιμος]], [[ἐκστρανήιος]], [[ἐκστράνιος]], [[ἐξτράνιος]], [[ἐκτόπιος]], [[ἔκτοπος]], [[ἐκτράπελος]], [[ἔκφυλος]], [[ἔξαλλος]], [[ἔξεδρος]], [[ἐξηλλαγμένος]], [[ἑτεροῖος]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[θαυματός]], [[θωμάσιος]], [[θωϋμάσιος]], [[καινός]], [[κατόχιμος]], [[νέος]], [[ξεῖνος]], [[ξενικός]], [[ξέννος]], [[ξένος]], [[ὀθνεῖος]], [[παράδοξος]], [[παράλογος]], [[παράξενος]], [[παράτροπος]], [[περισσός]], [[περιττός]], [[τηλεδαπός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:50, 28 March 2024
Spanish > Greek
ἄγνωστος, ἀεικής, ἀήθης, ἀϊκής, αἰλότριος, ἀλλογενής, ἀλλογνώς, ἀλλόγνωτος, ἀλλοδαπός, ἀλλόθροος, ἀλλόθρους, ἀλλόκοτος, ἀλλοτέρμων, ἀλλότερρος, ἀλλότριος, ἀλλόττριος, ἀλλόφυλος, ἀλλόχρως, ἀνάρσιος, ἀπάτητος, ἀπόμορφος, ἀπεξενωμένος, ἀπρόσφυλος, ἄσκοπος, ἀσυμφυής, ἀσύνηθες, ἀσυνήθης, ἀσύντακτος, ἀτοπία, ἄτοπος, δεινός, εἰσαγώγιμος, ἐκστρανήιος, ἐκστράνιος, ἐξτράνιος, ἐκτόπιος, ἔκτοπος, ἐκτράπελος, ἔκφυλος, ἔξαλλος, ἔξεδρος, ἐξηλλαγμένος, ἑτεροῖος, θαυμάσιος, θαυμαστός, θαυματός, θωμάσιος, θωϋμάσιος, καινός, κατόχιμος, νέος, ξεῖνος, ξενικός, ξέννος, ξένος, ὀθνεῖος, παράδοξος, παράλογος, παράξενος, παράτροπος, περισσός, περιττός, τηλεδαπός