διατιμάω: Difference between revisions
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
(nl) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diatimao | |Transliteration C=diatimao | ||
|Beta Code=diatima/w | |Beta Code=diatima/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[finish honouring]], [[honour no longer]], τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς A.''Th.''1052 Sch. (<b class="b3">τοῦδ' οὐ</b> codd.).<br><span class="bld">2</span> Med., [[get]] a thing [[estimated]] or [[valued]], τὴν οὐσίαν [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.21; τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων Id.16.29; τὴν χώραν J.''AJ''13.9.2, cf. ''CIG''2266.8 (Delos), ''SIG''679.60 (ii B. C.):—also in Act., ''PRev.Laws''26.10, Sm. ''Le.''27.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(διατῑμάω) <b class="num">1</b> [[juzgar]], [[sentenciar]] en v. pas. εἰ δὴ τὰ τοῦδ' οὐ διατετίμηται θεοῖς si (la causa) de éste no ha sido sentenciada por los dioses</i> A.<i>Th</i>.1047, en v. pas. διατετίμηται γὰρ ἑκάστου τῶν ἀδικημάτων <ἡ> ζημία Hippol.<i>Haer</i>.5.20.3, cf. Harp.s.u. [[ἀτίμητος]].<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[valorar]], [[tasar]], [[evaluar]] ἀποτινέτωσαν ... τὸ [[βλάβος]] ὅσου ἂν διατιμήσωνται πενταπλοῦν <i>PRev.Laws</i> 51.11, cf. 55.24 (III a.C.), τὴν ἰδίαν οὐσίαν [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.21, τὴν χώραν I.<i>AI</i> 13.263, cf. <i>ID</i> 502A.8 (III a.C.), ὅσον ἂν καλὸν καὶ δίκαιον φαίνηται <i>IM</i> 93b.27 (II a.C.), <i>Sam.Le</i>.27.14, c. gen. de precio τὸ [[ἀδίκημα]] ταλάντων πεντακοσίων [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.29, τὸ μύρον τριακοσίων δηναρίων διετιμήσατο Chrys.M.61.718. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] verstärktes [[τιμάω]], Aesch. Spt. 1047. – Med., abschätzen, οὐσίαν D. Sic. 4, 21; [[ἀδίκημα]] ταλάντων πεντακοσίων 16, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] verstärktes [[τιμάω]], Aesch. Spt. 1047. – Med., abschätzen, οὐσίαν D. Sic. 4, 21; [[ἀδίκημα]] ταλάντων πεντακοσίων 16, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[διατιμῶ]] :<br /><i>pf. Pass. 3ᵉ sg.</i> διατετίμηται;<br />[[cesser d'honorer]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τιμάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-τιμάω, pass. zeer geëerd worden Aeschl. Sept. 1047 (onzekere tekst.) | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατῑμάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обсуждать]], [[определять]]: τὰ τοῦδ᾽ οὐ διατετίμηται θεοῖς Aesch. решение богов о его делах еще не состоялось ([[varia lectio|v.l.]] οὐ [[δίχα]] τετίμηται);<br /><b class="num">2</b> med. [[оценивать]] (ταλάντων πεντακοσίων τι Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατῑμάω''': [[παύω]] ἀπὸ τοῦ νὰ τιμῶ, δὲν τιμῶ πλέον, (πρβλ. [[διαπολεμέω]]), τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1047· [[οὕτως]] ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσει· ἴδε Paley ἐν τόπῳ, καὶ Δινδ. Λεξ. Αἰσχύλ. 2) Μέσ., ἐκτιμῶ, [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν, τὴν οὐσίαν Διόδ. 4. 21· τὸ [[ἀδίκημα]] ὁ αὐτ. 16. 29· τὴν χώραν Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 13. 9, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 8. | |lstext='''διατῑμάω''': [[παύω]] ἀπὸ τοῦ νὰ τιμῶ, δὲν τιμῶ πλέον, (πρβλ. [[διαπολεμέω]]), τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1047· [[οὕτως]] ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσει· ἴδε Paley ἐν τόπῳ, καὶ Δινδ. Λεξ. Αἰσχύλ. 2) Μέσ., ἐκτιμῶ, [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν, τὴν οὐσίαν Διόδ. 4. 21· τὸ [[ἀδίκημα]] ὁ αὐτ. 16. 29· τὴν χώραν Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 13. 9, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 8. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διατῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνεχίζω]] να [[ατιμάζω]], να [[εξευτελίζω]], να [[ντροπιάζω]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διατῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνεχίζω]] να [[ατιμάζω]], να [[εξευτελίζω]], να [[ντροπιάζω]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[continue]] to [[dishonour]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 29 May 2024
English (LSJ)
A finish honouring, honour no longer, τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς A.Th.1052 Sch. (τοῦδ' οὐ codd.).
2 Med., get a thing estimated or valued, τὴν οὐσίαν D.S.4.21; τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων Id.16.29; τὴν χώραν J.AJ13.9.2, cf. CIG2266.8 (Delos), SIG679.60 (ii B. C.):—also in Act., PRev.Laws26.10, Sm. Le.27.14.
Spanish (DGE)
(διατῑμάω) 1 juzgar, sentenciar en v. pas. εἰ δὴ τὰ τοῦδ' οὐ διατετίμηται θεοῖς si (la causa) de éste no ha sido sentenciada por los dioses A.Th.1047, en v. pas. διατετίμηται γὰρ ἑκάστου τῶν ἀδικημάτων <ἡ> ζημία Hippol.Haer.5.20.3, cf. Harp.s.u. ἀτίμητος.
2 en v. med. valorar, tasar, evaluar ἀποτινέτωσαν ... τὸ βλάβος ὅσου ἂν διατιμήσωνται πενταπλοῦν PRev.Laws 51.11, cf. 55.24 (III a.C.), τὴν ἰδίαν οὐσίαν D.S.4.21, τὴν χώραν I.AI 13.263, cf. ID 502A.8 (III a.C.), ὅσον ἂν καλὸν καὶ δίκαιον φαίνηται IM 93b.27 (II a.C.), Sam.Le.27.14, c. gen. de precio τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων D.S.16.29, τὸ μύρον τριακοσίων δηναρίων διετιμήσατο Chrys.M.61.718.
German (Pape)
[Seite 607] verstärktes τιμάω, Aesch. Spt. 1047. – Med., abschätzen, οὐσίαν D. Sic. 4, 21; ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων 16, 29.
French (Bailly abrégé)
διατιμῶ :
pf. Pass. 3ᵉ sg. διατετίμηται;
cesser d'honorer.
Étymologie: διά, τιμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τιμάω, pass. zeer geëerd worden Aeschl. Sept. 1047 (onzekere tekst.)
Russian (Dvoretsky)
διατῑμάω:
1 обсуждать, определять: τὰ τοῦδ᾽ οὐ διατετίμηται θεοῖς Aesch. решение богов о его делах еще не состоялось (v.l. οὐ δίχα τετίμηται);
2 med. оценивать (ταλάντων πεντακοσίων τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διατῑμάω: παύω ἀπὸ τοῦ νὰ τιμῶ, δὲν τιμῶ πλέον, (πρβλ. διαπολεμέω), τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1047· οὕτως ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσει· ἴδε Paley ἐν τόπῳ, καὶ Δινδ. Λεξ. Αἰσχύλ. 2) Μέσ., ἐκτιμῶ, ὁρίζω τὴν τιμήν, τὴν οὐσίαν Διόδ. 4. 21· τὸ ἀδίκημα ὁ αὐτ. 16. 29· τὴν χώραν Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 13. 9, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 8.
Greek Monotonic
διατῑμάω: μέλ. -ήσω, συνεχίζω να ατιμάζω, να εξευτελίζω, να ντροπιάζω, σε Αισχύλ.