μάκτρον: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=maktron
|Transliteration C=maktron
|Beta Code=ma/ktron
|Beta Code=ma/ktron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wiper]], [[towel]], <span class="bibl">Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span>1</span>.</span>
|Definition=τό, [[wiper]], [[towel]], Alex.Trall.''Febr.''1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0086.png Seite 86]] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0086.png Seite 86]] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μάκτρον]])<br />[[κομμάτι]] υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται [[κάποιος]], προσόψιο, [[πετσέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρατ.</b> ξύλινο [[κοντάρι]] με κυλινδρική [[ψήκτρα]] στην [[άκρη]] του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το [[κοίλο]] τών σωλήνων τών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[πλήκτρο]])].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάκτρον''': τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671.
|lstext='''μάκτρον''': τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[προσόψι]], [[πετσέτα]]). Ἀπό τό [[μάσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 31 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκτρον Medium diacritics: μάκτρον Low diacritics: μάκτρον Capitals: ΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: máktron Transliteration B: maktron Transliteration C: maktron Beta Code: ma/ktron

English (LSJ)

τό, wiper, towel, Alex.Trall.Febr.1.

German (Pape)

[Seite 86] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.

Greek Monolingual

το (Α μάκτρον)
κομμάτι υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται κάποιος, προσόψιο, πετσέτα
νεοελλ.
στρατ. ξύλινο κοντάρι με κυλινδρική ψήκτρα στην άκρη του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το κοίλο τών σωλήνων τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκτρο)].

Greek (Liddell-Scott)

μάκτρον: τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671.

Mantoulidis Etymological

(=προσόψι, πετσέτα). Ἀπό τό μάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.