φρύαγμα: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(1b) |
m (Text replacement - "muthig" to "mutig") |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=φρῠ́αγμα | ||
|Medium diacritics=φρύαγμα | |Medium diacritics=φρύαγμα | ||
|Low diacritics=φρύαγμα | |Low diacritics=φρύαγμα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fryagma | |Transliteration C=fryagma | ||
|Beta Code=fru/agma | |Beta Code=fru/agma | ||
|Definition=[ῠ], ατος, τό, < | |Definition=[ῠ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[violent snorting]], esp. [[neighing]] or [[whinnying]] of a [[spirited]] [[horse]] ( = ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων [[ἠχή]], EM801.11), ἱππικὰ φρυάγματα A.Th.245,475, S.El.717; φρύαγμα καὶ [[φύσημα]] X.Eq. 11.12; also of a [[boar]], Opp.C.2.457.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[wanton behaviour]], [[insolence]], M.Ant.4.48; τὸ ἐπ' ὀφρύσι φρύαγμα AP12.101 (Mel.); σοβαρὸν φρύαγμα ib.5.17 (Rufin.); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael.NA7.12; φρύαγμα πρός τινα Luc.Cat.26; φρύαγμα ὁμοζύγου πλουσίας Aristaenet.2.12, cf. Philostr.Im. 2.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1310.png Seite 1310]] τό, das heftige Schnauben und Springen, übh. das wilde, unbändige Gebehrden eines | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1310.png Seite 1310]] τό, das heftige Schnauben und Springen, übh. das wilde, unbändige Gebehrden eines mutigen Tieres, bes. eines Pferdes, ἱππικά, Soph. El. 707, wie Aesch. Spt. 227. 457; Xen. Hipparch. 11, 12; auch eines Ebers, Opp. Cyn. 2, 457. – Übertr., das stolze, übermütige Betragen eines Menschen in Gebehrden und Worten; σοβαρόν Rufin. 1 (V, 18); παιδικόν Agath. 20 (V, 282); τὸ ἐπ' ὀφρύσι Mel. 37 (XII, 101); τὸ [[φρύαγμα]] αἴρειν Ael. H. A. 7, 12; πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Luc. Cat. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[hennissement]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> attitude <i>ou</i> [[ton d'arrogance]], [[fierté]], [[orgueil]].<br />'''Étymologie:''' [[φρυάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρύαγμα:''' άτος τό<br /><b class="num">1</b> [[фырканье]], [[храпение]] (ἱππικὰ φρυάγματα Aesch., Soph.; τὸ φ. τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[надменность]], [[наглость]] Plut., Anth.: τὸ πρός τινα φ. Luc. высокомерное презрение к кому-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρύαγμα''': τό, ἰσχυρὸν [[φύσημα]] διὰ τῶν μυκτήρων, [[μάλιστα]] δὲ τὸ ἠχηρὸν [[φύσημα]] τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· [[ἀλλά]], φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. [[φριμάσσομαι]]· ― λέγεται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀκόλαστος]] [[τρόπος]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. [[αὐτόθι]] 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. [[πρός]] τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. [[φρυαγμοσέμνακος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φρύαγμα]]· [[ἔπαρσις]], μετεώρισμα, [[ὑπερηφάνεια]]». | |lstext='''φρύαγμα''': τό, ἰσχυρὸν [[φύσημα]] διὰ τῶν μυκτήρων, [[μάλιστα]] δὲ τὸ ἠχηρὸν [[φύσημα]] τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· [[ἀλλά]], φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. [[φριμάσσομαι]]· ― λέγεται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀκόλαστος]] [[τρόπος]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. [[αὐτόθι]] 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. [[πρός]] τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. [[φρυαγμοσέμνακος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φρύαγμα]]· [[ἔπαρσις]], μετεώρισμα, [[ὑπερηφάνεια]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φρυάσσομαι]] / -<i>ω</i>]<br />([[ιδίως]] για [[άλογο]]) ηχηρό [[φύσημα]] με τα ρουθούνια, [[φρίμασμα]] («[[ἀκούω]]... ἱππικῶν φρυαγμάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υπερβολικός]] [[θυμός]], παράφορη [[οργή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αλαζονική [[συμπεριφορά]], [[αυθάδεια]] («τὸ κενὸν [[φρύαγμα]] | |mltxt=το, ΝΜΑ [[φρυάσσομαι]] / -<i>ω</i>]<br />([[ιδίως]] για [[άλογο]]) ηχηρό [[φύσημα]] με τα ρουθούνια, [[φρίμασμα]] («[[ἀκούω]]... ἱππικῶν φρυαγμάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υπερβολικός]] [[θυμός]], παράφορη [[οργή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αλαζονική [[συμπεριφορά]], [[αυθάδεια]] («τὸ κενὸν [[φρύαγμα]] τοῦτο καὶ [[γαυρίασμα]] τῆς νίκης», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρύαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[φρυάσσομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> ισχυρό [[φύσημα]], [[χλιμίντρισμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ακόλαστη [[συμπεριφορά]], [[αυθάδεια]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''φρύαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[φρυάσσομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> ισχυρό [[φύσημα]], [[χλιμίντρισμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ακόλαστη [[συμπεριφορά]], [[αυθάδεια]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φρύαγμα]], ατος, τό, [[φρυάσσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[violent]] snorting, neighing, Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[wanton]] [[behaviour]], [[insolence]], Anth. | |mdlsjtxt=[[φρύαγμα]], ατος, τό, [[φρυάσσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[violent]] snorting, neighing, Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[wanton]] [[behaviour]], [[insolence]], Anth. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Azerbaijani: kişnərti; Bashkir: кешнәү; Bulgarian: цвилене; Catalan: renill, eguí, aïnada; Chinese Mandarin: 嘶; Czech: ržání, řehtání, zařehtání; Danish: vrinsk; Dutch: [[hinnik]]; Esperanto: heno; Estonian: hirnumine; Finnish: hirnahdus, hirnunta; French: [[hennissement]]; Galician: rincho; Georgian: ჭიხვინი; German: [[Wiehern]]; Greek: [[χλιμίντρισμα]], [[χρεμετισμός]], [[χρεμέτισμα]]; Ancient Greek: [[χρεμετισμός]], [[χρεμέτισμα]], [[βράχαλος]], [[χρόμος]], [[χρόμη]], [[φρύαγμα]]; Hebrew: צְנִיפָה; Icelandic: hnegg; Ido: bramo; Ilocano: aring-ing; Italian: [[nitrito]]; Japanese: いななき; Latin: [[hinnitus]]; Latvian: zviedziens; Maori: ngehengehe; Norwegian: knegg, vrinsk; Persian: شیهه; Polish: rżenie; Portuguese: [[relincho]]; Romanian: nechezat; Russian: [[ржание]]; Serbo-Croatian Cyrillic: њиштање, њиска; Roman: njištanje, njiska; Spanish: [[relincho]], [[relinchido]]; Swedish: gnägg; Tagalog: halinghing; Telugu: సకిలింత; Turkish: kişneme, kişneyiş; Vietnamese: hí | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:33, 28 June 2024
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A violent snorting, esp. neighing or whinnying of a spirited horse ( = ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχή, EM801.11), ἱππικὰ φρυάγματα A.Th.245,475, S.El.717; φρύαγμα καὶ φύσημα X.Eq. 11.12; also of a boar, Opp.C.2.457.
II metaph., wanton behaviour, insolence, M.Ant.4.48; τὸ ἐπ' ὀφρύσι φρύαγμα AP12.101 (Mel.); σοβαρὸν φρύαγμα ib.5.17 (Rufin.); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael.NA7.12; φρύαγμα πρός τινα Luc.Cat.26; φρύαγμα ὁμοζύγου πλουσίας Aristaenet.2.12, cf. Philostr.Im. 2.2.
German (Pape)
[Seite 1310] τό, das heftige Schnauben und Springen, übh. das wilde, unbändige Gebehrden eines mutigen Tieres, bes. eines Pferdes, ἱππικά, Soph. El. 707, wie Aesch. Spt. 227. 457; Xen. Hipparch. 11, 12; auch eines Ebers, Opp. Cyn. 2, 457. – Übertr., das stolze, übermütige Betragen eines Menschen in Gebehrden und Worten; σοβαρόν Rufin. 1 (V, 18); παιδικόν Agath. 20 (V, 282); τὸ ἐπ' ὀφρύσι Mel. 37 (XII, 101); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael. H. A. 7, 12; πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Luc. Cat. 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 hennissement;
2 fig. attitude ou ton d'arrogance, fierté, orgueil.
Étymologie: φρυάσσω.
Russian (Dvoretsky)
φρύαγμα: άτος τό
1 фырканье, храпение (ἱππικὰ φρυάγματα Aesch., Soph.; τὸ φ. τῶν ἵππων Xen.);
2 надменность, наглость Plut., Anth.: τὸ πρός τινα φ. Luc. высокомерное презрение к кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
φρύαγμα: τό, ἰσχυρὸν φύσημα διὰ τῶν μυκτήρων, μάλιστα δὲ τὸ ἠχηρὸν φύσημα τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· ἀλλά, φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. φριμάσσομαι· ― λέγεται ὡσαύτως ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., ἀκόλαστος τρόπος, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. αὐτόθι 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. πρός τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. φρυαγμοσέμνακος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύαγμα· ἔπαρσις, μετεώρισμα, ὑπερηφάνεια».
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φρυάσσομαι / -ω]
(ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμα («ἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή
μσν.-αρχ.
μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῦτο καὶ γαυρίασμα τῆς νίκης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
φρύαγμα: [ῠ], -ατος, τό (φρυάσσομαι)·
I. ισχυρό φύσημα, χλιμίντρισμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. μεταφ., ακόλαστη συμπεριφορά, αυθάδεια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
φρύαγμα, ατος, τό, φρυάσσομαι
I. a violent snorting, neighing, Aesch., Soph.
II. metaph. wanton behaviour, insolence, Anth.
Translations
Azerbaijani: kişnərti; Bashkir: кешнәү; Bulgarian: цвилене; Catalan: renill, eguí, aïnada; Chinese Mandarin: 嘶; Czech: ržání, řehtání, zařehtání; Danish: vrinsk; Dutch: hinnik; Esperanto: heno; Estonian: hirnumine; Finnish: hirnahdus, hirnunta; French: hennissement; Galician: rincho; Georgian: ჭიხვინი; German: Wiehern; Greek: χλιμίντρισμα, χρεμετισμός, χρεμέτισμα; Ancient Greek: χρεμετισμός, χρεμέτισμα, βράχαλος, χρόμος, χρόμη, φρύαγμα; Hebrew: צְנִיפָה; Icelandic: hnegg; Ido: bramo; Ilocano: aring-ing; Italian: nitrito; Japanese: いななき; Latin: hinnitus; Latvian: zviedziens; Maori: ngehengehe; Norwegian: knegg, vrinsk; Persian: شیهه; Polish: rżenie; Portuguese: relincho; Romanian: nechezat; Russian: ржание; Serbo-Croatian Cyrillic: њиштање, њиска; Roman: njištanje, njiska; Spanish: relincho, relinchido; Swedish: gnägg; Tagalog: halinghing; Telugu: సకిలింత; Turkish: kişneme, kişneyiş; Vietnamese: hí