είσοδος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
m (Text replacement - "Polish: wejściówka, opłata za wejście;" to "Polish: wejściówka, opłata za wejście; Spanish: cobro de entrada;")
m (Text replacement - "Finnish: pääsymaksu; Greek: είσοδος;" to "Finnish: pääsymaksu; German: Aufnahmegebühr, Beitrittsgebühr, Einlassgebühr, Eintrittsgebühr, Eintrittsgeld, Eintrittspreis; Greek: [[είσοδο...)
Line 4: Line 4:
{{trml
{{trml
|trtx====[[entry fee]]===
|trtx====[[entry fee]]===
English: [[entry fee]], [[entrance fee]]; Finnish: pääsymaksu; Greek: [[είσοδος]]; Ancient Greek: [[ἀπαρχή]], [[εἰσαγώγιον]], [[εἰσηλύσιον]], [[ἐντάγιον]], [[ὑποστατικόν]]; Maori: moni whakauru; Polish: wejściówka, opłata za wejście; Spanish: [[cobro de entrada]]; Swedish: inträdesavgift
English: [[entry fee]], [[entrance fee]]; Finnish: pääsymaksu; German: [[Aufnahmegebühr]], [[Beitrittsgebühr]], [[Einlassgebühr]], [[Eintrittsgebühr]], [[Eintrittsgeld]], [[Eintrittspreis]]; Greek: [[είσοδος]]; Ancient Greek: [[ἀπαρχή]], [[εἰσαγώγιον]], [[εἰσηλύσιον]], [[ἐντάγιον]], [[ὑποστατικόν]]; Maori: moni whakauru; Polish: wejściówka, opłata za wejście; Spanish: [[cobro de entrada]]; Swedish: inträdesavgift
}}
}}

Revision as of 08:35, 22 September 2024

Greek Monolingual

η (AM εἴσοδος)
1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ' έναν χώρο («είσοδος του δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού»)
2. εισόδημα, έσοδο
3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα θέατρα»)
νεοελλ.
1. συμμετοχή σε οργανωμένο σύνολο ανθρώπων για πρώτη φοράείσοδος στην ακαδημία»)
2. μετάβαση από μια κατάσταση σε άλληείσοδος στην εφηβική ηλικία»)
3. αντίτιμο εισιτηρίου
μσν.- νεοελλ.
εκκλ.
1. «μεγάλη είσοδος» — η μεταφορά τών τιμίων δώρων στο άγιο βήμα για καθαγιασμό
2. «μικρή είσοδος» α) μεταφορά του ιερού ευαγγελίου στο κέντρο του ναού
β) είσοδος του ιερέα στο άγιο βήμα
γ) η είσοδος της Παναγίας στον ναό, τα εισόδια
αρχ.
1. (στο αρχ. θέατρο) το μέρος απ' όπου έμπαινε ο χορός
2. μέσο, ή τρόπος επιτυχίας
3. εγγραφή στον κατάλογο αυτών που πρόκειται να αγωνιστούν σε διάφορα αθλήματα
4. επίσκεψη
5. εξέταση, έρευνα.

Translations

entry fee

English: entry fee, entrance fee; Finnish: pääsymaksu; German: Aufnahmegebühr, Beitrittsgebühr, Einlassgebühr, Eintrittsgebühr, Eintrittsgeld, Eintrittspreis; Greek: είσοδος; Ancient Greek: ἀπαρχή, εἰσαγώγιον, εἰσηλύσιον, ἐντάγιον, ὑποστατικόν; Maori: moni whakauru; Polish: wejściówka, opłata za wejście; Spanish: cobro de entrada; Swedish: inträdesavgift