πρώ: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (1 revision imported) |
||
(3 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pro | |Transliteration C=pro | ||
|Beta Code=prw/ | |Beta Code=prw/ | ||
|Definition=or πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, | |Definition=or [[πρῴ]], [[πρῳαίτερον]], [[πρῳαίτατα]], v. [[πρωΐ]]. [[πρωγγυεύω]], [[πρύτανος]], v. [[προεγγυεύω]], -ος. *πρώειρα, v. [[πρῷρα]]. [[πρῳζός]], v. [[πρωϊζός]]. πρωή, ἡ,= Lat. [[mane]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρώ:''' ή [[πρῴ]], [[πρῳαίτερον]], πρῳαίτατα, βλ. | |lsmtext='''πρώ:''' ή [[πρῴ]], [[πρῳαίτερον]], πρῳαίτατα, βλ. [[πρωΐ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πρώ en πρῴ zie πρωΐ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πρωΐ]] ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πρῴ]] ή [[πρώ]] και σε κώδικες [[πρῶϊ]] και [[πρῷ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>χρον.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου ή [[αμέσως]] [[μετά]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κατά]] το [[διάστημα]] της ημέρας που μεσολαβεί από την [[αυγή]] ώς το [[μεσημέρι]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) το [[πρωί]] ή τo [[πρωΐ]]<br />ο [[χρόνος]] [[γύρω]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, η [[πρωία]] (α. «έφυγε το [[πρωί]]» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ [[πρωί]] εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρωί]] [[πρωί]]» — [[κατά]] τα χαράματα, πολύ [[πρωί]], πολύ [[νωρίς]]<br />β) «από το [[πρωί]] ώς το [[βράδυ]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br />γ) «από το [[βράδυ]] ώς το [[πρωί]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο που δεν είδε το [[πρωί]], ούτ' όλη την [[ημέρα]]» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε [[κατά]] τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει [[ποτέ]]<br />β) «η καλή [[μέρα]] φαίνεται από το [[πρωί]]» — η καλή [[αρχή]] προοιωνίζεται και καλό [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νωρίς]], έγκαιρα ή [[γρήγορα]] («[[πρωί]] [[μάλα]] σπεύδων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[νωρίς]] («πρῴ γε στενάζεις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρωί]] έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην [[πρόθεση]] πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά [[προς]] τα ἦρι, [[πέρυσι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πρώην]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:57, 4 October 2024
English (LSJ)
or πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, v. πρωΐ. πρωγγυεύω, πρύτανος, v. προεγγυεύω, -ος. *πρώειρα, v. πρῷρα. πρῳζός, v. πρωϊζός. πρωή, ἡ,= Lat. mane, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 802] od. πρῴ, adv., att. = πρωΐ; Soph. Tr. 628; Ar. Vesp. 104 Av. 129 u. oft; Andoc. 1, 38; Plat. Prot. 311 a; πρῲ ἔτι ἐστίν, Crit. 43 a, u. sonst. – S. πρωΐ.
Greek Monolingual
και πρω Α
επίρρ. (αττ. τ.) βλ. πρωί.
Greek Monotonic
πρώ: ή πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, βλ. πρωΐ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώ en πρῴ zie πρωΐ.
Greek Monolingual
πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγορα («πρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].