σπλάγχνα: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(38)
m (1 revision imported)
 
(6 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>σπλάγχνα</b> (τά.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[womb]] ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς [[φάος]] [[αὐτίκα]] (O. 6.43) [[ἐπεὶ]] σπλάγχνων [[ὕπο]] ματέρος [[αὐτίκα]] θαητὰν ἐς αἴγλαν [[παῖς]] Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.35) “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 18.
|sltr=<b>σπλάγχνα</b> (τά.) [[womb]] ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς [[φάος]] [[αὐτίκα]] (O. 6.43) [[ἐπεὶ]] σπλάγχνων [[ὕπο]] ματέρος [[αὐτίκα]] θαητὰν ἐς αἴγλαν [[παῖς]] Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.35) “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 18.
}}
{{eles
|esgtx=[[entrañas]], [[partes internas]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τα, Ν<br /><b>βλ.</b> [[σπλάγχνο]].
|mltxt=[[σπλάγχνο]], το / [[σπλάγχνον]], ΝΜΑ, και [[σπλάχνο]] Ν και [[σπλάγχανον]] Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> τα [[σπλάγχνα]]<br />α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται [[μέσα]] στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική<br />β) τα [[σωθικά]], [[κυρίως]] η [[καρδιά]], θεωρούμενη ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων (α. «[[αγάπη]] κι [[έρωτας]] καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», <b>Σολωμ.</b><br />β. «... διὰ [[σπλάγχνα]] ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.<br />γ. «[[σπλάγχνα]] δέ μοι κελαινοῦται πρὸς [[ἔπος]] κλυούσᾳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> τα [[παιδιά]] σε [[σχέση]] με τους γονείς (α. «να καταραστεί το [[παιδί]] της, το σπλάχνο της», Παπαδ.<br />β. «ὁ [[πολύπαις]] Ἰὼβ [[ἐξαίφνης]] [[ἄπαις]] ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ [[σπλάγχνα]] ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον [[ἅπας]] ὁ [[καρπὸς]] ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «οἱ παῖδες [[σπλάγχνα]] λέγονται», Αρτεμίδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα [[έγκατα]], τα [[βάθη]] (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο [[αγαπημένος]] ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευσπλαγχνία]] («[[σπλάγχνα]]... Ἰησοῦ Χριστοῦ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα [[εντόσθια]] που έτρωγαν [[μετά]] από τη [[θυσία]], όπως ήταν η [[καρδιά]], οι πνεύμονες, το [[συκώτι]], τα νεφρά, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έντερα («αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] κατὰ [[μῆρα]] κάη καὶ [[σπλάγχνα]] πάσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευωχία]], το [[γεύμα]] που ακολουθούσε τη [[θυσία]] («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μαντεία]] με τα [[σπλάγχνα]], [[σπλαγχνοσκοπία]] («σπλάγχνων τε [[λειότητα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> η εσώτερη [[φύση]], η ψυχική [[διάθεση]] («ἀνδρὸς [[σπλάγχνον]] ἐκμαθεῖν σαφῶς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[φυτό]] [[βρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπλήνα]]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[σπλήν]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''σπλάγχνα''': {splágkhna}<br />'''See also''': s. [[σπλήν]].<br />'''Page''' 2,769
}}
{{trml
|trtx====[[entrails]]===
Afrikaans: ingewande; Arabic: فَرَث; Armenian: փորոտիք; Basque: errai; Bulgarian: въ́трешности; Czech: vnitřnosti; Dutch: [[ingewanden]]; Even: эмдэ; Finnish: sisälmykset, sisäelimet; French: [[entrailles]]; Galician: entrañas; German: [[Eingeweide]]; Greek: [[σπλάγχνα]], [[σωθικά]]; Ancient Greek: [[ἀκρῷα]], [[ἔγκατα]], [[ἐγκοίλια]], [[ἔνδινα]], [[ἐνδόσθια]], [[ἐνδοσθίδια]], [[ἔντερα]], [[ἐντόσθια]], [[ἐντοσθίδια]], [[ἐξαιρέσεις]], [[ἐριθάκη]], [[νήδυια]], [[σπλάγχνα]]; Guaraní: py'a; Hindi: ओझ; Irish: abach; Italian: [[interiora]], [[frattaglie]], [[rigaglie]], [[entraglie]]; Macedonian: утроба; Maori: whēkau; Mbyá Guaraní: py'a; Mongolian: хэвлий; Norwegian: innvoller; Nuosu: ꃶ; Persian: امعا و احشا, دل و روده; Polish: bebechy, wątpia, wnętrzności; Portuguese: [[entranhas]]; Romanian: mațe; Russian: [[внутренности]]; Slovak: útroba; Spanish: [[entrañas]]; Swedish: inälvor; Ukrainian: внутрощі
}}
}}

Latest revision as of 05:57, 4 October 2024

English (Slater)

σπλάγχνα (τά.) womb ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα (O. 6.43) ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.35) “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 18.

Spanish

entrañas, partes internas

Greek Monolingual

σπλάγχνο, το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α
1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα
α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική
β) τα σωθικά, κυρίως η καρδιά, θεωρούμενη ως έδρα τών συναισθημάτων (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.
β. «... διὰ σπλάγχνα ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.
γ. «σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ», Αισχύλ.)
2. τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς (α. «να καταραστεί το παιδί της, το σπλάχνο της», Παπαδ.
β. «ὁ πολύπαις Ἰὼβ ἐξαίφνης ἄπαις ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ σπλάγχνα ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον ἅπαςκαρπὸς ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «οἱ παῖδες σπλάγχνα λέγονται», Αρτεμίδ.)
νεοελλ.
1. τα έγκατα, τα βάθη (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)
2. φρ. «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο αγαπημένος ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]
μσν.-αρχ.
η ευσπλαγχνίασπλάγχνα... Ἰησοῦ Χριστοῦ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. τα εντόσθια που έτρωγαν μετά από τη θυσία, όπως ήταν η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι, τα νεφρά, σε αντιδιαστολή προς τα έντερα («αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.)
2. η ευωχία, το γεύμα που ακολουθούσε τη θυσία («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», Αριστοφ.)
3. μαντεία με τα σπλάγχνα, σπλαγχνοσκοπία («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.)
4. η εσώτερη φύση, η ψυχική διάθεση («ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς», Ευρ.)
5. το φυτό βρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπλήνα].

Frisk Etymological English

See also: s. σπλήν.

Frisk Etymology German

σπλάγχνα: {splágkhna}
See also: s. σπλήν.
Page 2,769

Translations

entrails

Afrikaans: ingewande; Arabic: فَرَث; Armenian: փորոտիք; Basque: errai; Bulgarian: въ́трешности; Czech: vnitřnosti; Dutch: ingewanden; Even: эмдэ; Finnish: sisälmykset, sisäelimet; French: entrailles; Galician: entrañas; German: Eingeweide; Greek: σπλάγχνα, σωθικά; Ancient Greek: ἀκρῷα, ἔγκατα, ἐγκοίλια, ἔνδινα, ἐνδόσθια, ἐνδοσθίδια, ἔντερα, ἐντόσθια, ἐντοσθίδια, ἐξαιρέσεις, ἐριθάκη, νήδυια, σπλάγχνα; Guaraní: py'a; Hindi: ओझ; Irish: abach; Italian: interiora, frattaglie, rigaglie, entraglie; Macedonian: утроба; Maori: whēkau; Mbyá Guaraní: py'a; Mongolian: хэвлий; Norwegian: innvoller; Nuosu: ꃶ; Persian: امعا و احشا, دل و روده; Polish: bebechy, wątpia, wnętrzności; Portuguese: entranhas; Romanian: mațe; Russian: внутренности; Slovak: útroba; Spanish: entrañas; Swedish: inälvor; Ukrainian: внутрощі