ἡβάσκω: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(2b)
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ivasko
|Transliteration C=ivasko
|Beta Code=h(ba/skw
|Beta Code=h(ba/skw
|Definition=Incept. of <b class="b3">ἡβάω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">come to puberty</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.28</span>. <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span> 4.6.1</span>; <b class="b3">παῖς ἡβάσκων ἄρτι</b> ib.<span class="bibl">7.4.7</span>; of women, <b class="b2">become marriageable</b>, Ruf. ap. Orib.inc.<span class="bibl">2.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">νῦν ἔθ' ἡβάσκει κακόν</b> (read by Gal. for <b class="b3">ἡβᾷ σοι</b>) <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>1085</span>; ἡμῖν ἡβάσκει πενίη <span class="title">AP</span>6.30 (Maced.); ποιητικὴ οὔπω ἡβάσκουσα Philostr.<span class="title">Her.Praef.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">reach</b>, or <b class="b2">show the outward signs of, manhood</b>, <span class="bibl">Aristaenet.1.11</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.7</span>.</span>
|Definition=Incept. of [[ἡβάω]],<br><span class="bld">A</span> [[come to puberty]], Hp.''Aph.''3.28. X.''An.'' 4.6.1; <b class="b3">παῖς ἡβάσκων ἄρτι</b> ib.7.4.7; of women, [[become marriageable]], Ruf. ap. Orib.inc.2.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">νῦν ἔθ' ἡβάσκει κακόν</b> (read by Gal. for <b class="b3">ἡβᾷ σοι</b>) [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''1085; ἡμῖν ἡβάσκει πενίη ''AP''6.30 (Maced.); ποιητικὴ οὔπω ἡβάσκουσα Philostr.''Her.Praef.''<br><span class="bld">3</span> [[reach]], or [[show the outward signs of]], [[manhood]], Aristaenet.1.11, Philostr.''Im.''2.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1148.png Seite 1148]] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ [[ἄρτι]] ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα [[ἄρτι]] 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, [[χρόνος]] μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν [[ἄλλυτος]] ἡβάσκει – πενίη.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1148.png Seite 1148]] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ [[ἄρτι]] ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα [[ἄρτι]] 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, [[χρόνος]] μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν [[ἄλλυτος]] ἡβάσκει – πενίη.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> [[devenir jeune homme]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[devenir fort]], [[prendre de la force]].<br />'''Étymologie:''' [[ἥβη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡβάσκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[становиться юношей]], [[достигать возмужалости]], [[созревать]]: ὁ υἱὸς ὁ [[ἄρτι]] ἡβάσκων Xen. сын, недавно достигший юношеского возраста;<br /><b class="num">2</b> [[крепнуть]], [[усиливаться]] (κακὸν ἡβάσκει Eur. - [[varia lectio|v.l.]] ἡβᾷ σοι).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡβάσκω''': ἐναρκτικὸν τοῦ [[ἡβάω]], [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, εἰς [[ἀκμήν]], Λατ. pubescere, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 1˙ [[παῖς]] ἡβάσκων ἄρτι [[αὐτόθι]] 7. 4, 7. 2) μεταφ., νῦν ἕθ’ ἡβάσκει κακὸν (κατὰ Δινδ. ἀντὶ ἡβᾷ σοι) Εὐρ. Ἀλκ. 1085˙ ἡμῖν ἡβάσκει πενίη Ἀνθ. Π. 6. 30. 3) [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, δεικνύω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα ἀνδρικῆς ἡλικίας, Ἀρισταίν. 1. 11, Φιλόστρ. 821, Γαλην. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''ἡβάσκω''': ἐναρκτικὸν τοῦ [[ἡβάω]], [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, εἰς [[ἀκμήν]], Λατ. pubescere, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 1˙ [[παῖς]] ἡβάσκων ἄρτι [[αὐτόθι]] 7. 4, 7. 2) μεταφ., νῦν ἕθ’ ἡβάσκει κακὸν (κατὰ Δινδ. ἀντὶ ἡβᾷ σοι) Εὐρ. Ἀλκ. 1085˙ ἡμῖν ἡβάσκει πενίη Ἀνθ. Π. 6. 30. 3) [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, δεικνύω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα ἀνδρικῆς ἡλικίας, Ἀρισταίν. 1. 11, Φιλόστρ. 821, Γαλην. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> devenir jeune homme;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> devenir fort, prendre de la force.<br />'''Étymologie:''' [[ἥβη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡβάσκω]] (Α)<br />(εναρκτικό ρ. του ηβώ)<br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]], [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην [[εφηβεία]] («παῑς ἡβάσκων [[ἄρτι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[φθάνω]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>3.</b> [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην ανδρική [[ηλικία]] ή [[παρουσιάζω]] τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[ακμάζω]], βρίσκομαι σε [[ακμή]] («ἡμῑν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηβ</i>- του <i>ήβ</i>-<i>η</i> / <i>ηβ</i>-<i>ώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. εναρκτικών ρ. -<i>ασκω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γελ</i>-<i>άσκω</i>, <i>γηρ</i>-<i>άσκω</i>)].
|mltxt=[[ἡβάσκω]] (Α)<br />(εναρκτικό ρ. του ηβώ)<br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]], [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην [[εφηβεία]] («παῖς ἡβάσκων [[ἄρτι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[φθάνω]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>3.</b> [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην ανδρική [[ηλικία]] ή [[παρουσιάζω]] τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[ακμάζω]], βρίσκομαι σε [[ακμή]] («ἡμῖν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηβ</i>- του <i>ήβ</i>-<i>η</i> / <i>ηβ</i>-<i>ώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. εναρκτικών ρ. -<i>ασκω</i> ([[πρβλ]]. [[γελάσκω]], [[γηράσκω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡβάσκω:''' εναρκτ. του [[ἡβάω]], [[έρχομαι]] σε εφηβική [[ηλικία]], [[ακμάζω]], Λατ. pubescere, σε Ξεν.· μεταφ., είμαι [[καινούριος]], ἡβάσκει [[πενίη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἡβάσκω:''' εναρκτ. του [[ἡβάω]], [[έρχομαι]] σε εφηβική [[ηλικία]], [[ακμάζω]], Λατ. pubescere, σε Ξεν.· μεταφ., είμαι [[καινούριος]], ἡβάσκει [[πενίη]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἡβάσκω:''' <b class="num">1)</b> становиться юношей, достигать возмужалости, созревать: ὁ υἱὸς ὁ [[ἄρτι]] ἡβάσκων Xen. сын, недавно достигший юношеского возраста;<br /><b class="num">2)</b> крепнуть, усиливаться (κακὸν ἡβάσκει Eur. - v. l. ἡβᾷ σοι).
|mdlsjtxt=[Incept. of [[ἡβάω]]<br />to [[come]] to man's [[estate]], [[come]] to one's [[strength]], Lat. pubescere, Xen.:—metaph. to be new, ἡβάσκει [[πενίη]] Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀρχίζω]] νά [[γίνομαι]] [[ἔφηβος]]). ἐναρκτικό τοῦ [[ἡβάω]]. Ἀπό τό [[ἥβη]] + [[πρόσφυμα]] σκ → [[ἡβάσκω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἡβάω]] -ῶ.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβάσκω Medium diacritics: ἡβάσκω Low diacritics: ηβάσκω Capitals: ΗΒΑΣΚΩ
Transliteration A: hēbáskō Transliteration B: hēbaskō Transliteration C: ivasko Beta Code: h(ba/skw

English (LSJ)

Incept. of ἡβάω,
A come to puberty, Hp.Aph.3.28. X.An. 4.6.1; παῖς ἡβάσκων ἄρτι ib.7.4.7; of women, become marriageable, Ruf. ap. Orib.inc.2.2.
2 metaph., νῦν ἔθ' ἡβάσκει κακόν (read by Gal. for ἡβᾷ σοι) E.Alc.1085; ἡμῖν ἡβάσκει πενίη AP6.30 (Maced.); ποιητικὴ οὔπω ἡβάσκουσα Philostr.Her.Praef.
3 reach, or show the outward signs of, manhood, Aristaenet.1.11, Philostr.Im.2.7.

German (Pape)

[Seite 1148] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα ἄρτι 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, χρόνος μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν ἄλλυτος ἡβάσκει – πενίη.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 devenir jeune homme;
2 p. ext. devenir fort, prendre de la force.
Étymologie: ἥβη.

Russian (Dvoretsky)

ἡβάσκω:
1 становиться юношей, достигать возмужалости, созревать: ὁ υἱὸς ὁ ἄρτι ἡβάσκων Xen. сын, недавно достигший юношеского возраста;
2 крепнуть, усиливаться (κακὸν ἡβάσκει Eur. - v.l. ἡβᾷ σοι).

Greek (Liddell-Scott)

ἡβάσκω: ἐναρκτικὸν τοῦ ἡβάω, ἔρχομαι εἰς τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, εἰς ἀκμήν, Λατ. pubescere, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 1˙ παῖς ἡβάσκων ἄρτι αὐτόθι 7. 4, 7. 2) μεταφ., νῦν ἕθ’ ἡβάσκει κακὸν (κατὰ Δινδ. ἀντὶ ἡβᾷ σοι) Εὐρ. Ἀλκ. 1085˙ ἡμῖν ἡβάσκει πενίη Ἀνθ. Π. 6. 30. 3) φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, δεικνύω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα ἀνδρικῆς ἡλικίας, Ἀρισταίν. 1. 11, Φιλόστρ. 821, Γαλην. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

ἡβάσκω (Α)
(εναρκτικό ρ. του ηβώ)
1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῖς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.)
2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου
3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα
4. μτφ. α) αρχίζω να κάνω κάτι
β) ακμάζω, βρίσκομαι σε ακμή («ἡμῖν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηβ- του ήβ-η / ηβ-ώ + κατάλ. εναρκτικών ρ. -ασκω (πρβλ. γελάσκω, γηράσκω)].

Greek Monotonic

ἡβάσκω: εναρκτ. του ἡβάω, έρχομαι σε εφηβική ηλικία, ακμάζω, Λατ. pubescere, σε Ξεν.· μεταφ., είμαι καινούριος, ἡβάσκει πενίη, σε Ανθ.

Middle Liddell

[Incept. of ἡβάω
to come to man's estate, come to one's strength, Lat. pubescere, Xen.:—metaph. to be new, ἡβάσκει πενίη Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ἀρχίζω νά γίνομαι ἔφηβος). ἐναρκτικό τοῦ ἡβάω. Ἀπό τό ἥβη + πρόσφυμα σκ → ἡβάσκω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἡβάω -ῶ.