ξηρασία: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(9)
 
m (Text replacement - "ἀνυδρί, " to "ἀνυδρία, ")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksirasia
|Transliteration C=ksirasia
|Beta Code=chrasi/a
|Beta Code=chrasi/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, , <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">desiccation</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Morb.</span>1.18</span>, <span class="bibl">Antiph.231.7</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>384a11</span> ; <b class="b2">keeping dry</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>7.2.2</span> ; <b class="b2">drying</b> of hay, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>441</span>(i A.D.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">dryness</b>, τοῦ περιέχοντος <span class="bibl">Str.2.3.7</span>; τοῦ καυλοῦ Dsc.2.142, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">Jd.</span>6.37</span> ; <b class="b3">ξηρασίαν λαμβάνειν</b> become <b class="b2">dry</b>, <span class="bibl">Agatharch.34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">drought</b>, <span class="bibl">Gp.1.8.13</span> (pl.).</span>
|Definition=Ion. [[ξηρασίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[desiccation]], Hp. ''Morb.''1.18, Antiph.231.7, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''384a11; [[keeping dry]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''7.2.2; [[drying]] of [[hay]], ''PTeb.''441(i A.D.), etc.<br><span class="bld">2</span> [[dryness]], τοῦ περιέχοντος Str.2.3.7; τοῦ καυλοῦ Dsc.2.142, cf. [[LXX]] ''Jd.''6.37; [[ξηρασίαν λαμβάνειν]] = [[become dry]], Agatharch.34.<br><span class="bld">3</span> [[drought]], Gp.1.8.13 (pl.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ἡ, [[Trockenheit]], [[Dürre]]; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ξηρασία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[высушивание]], [[просушивание]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[сухость]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''ξηρᾰσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ξηρασία]], [[ἀνομβρία]], [[αὐχμός]], «ξεραΐλα», Ἱππ. 453, 49, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 10. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, Μετεωρ. 4. 7, 6.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξερασία]], η (ΑΜ [[ξηρασία]], Α ιων. τ. ξηρασίη)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ανομβρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[έλλειψη]] επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή [[διαταραχή]] στον υδρολογικό κύκλο και στο [[ισοζύγιο]] τών υδάτων, με [[συνέπεια]] τη [[λειψυδρία]], την [[καταστροφή]] τών καλλιεργειών, την [[ξήρανση]] τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη [[βλάστηση]], στην [[παραγωγή]], στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξηρασία]] ατμοσφαιρική»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ξηρασία]] που χαρακτηρίζεται από [[μείωση]] της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή [[θερμοκρασία]]<br />β) «[[ξηρασία]] εδαφική» — προοδευτική [[ξήρανση]] του εδάφους λόγω ανομβρίας<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[νόσος]] τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξήρανση]], [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> [[ξηρότητα]]<br /><b>3.</b> το να διατηρεί [[κανείς]] [[κάτι]] ξηρό, στεγνό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξηρασίαν λαμβάνειν» — [[αποξήρανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξηρασ</i>- του [[ξηραίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἐ</i>-<i>ξήρασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[υγραίνω]]: [[υγρασία]])].
}}
{{trml
|trtx====[[dryness]]===
Aromanian: uscãciuni; Asturian: sequedá, secura; Bengali: শোষ; Catalan: sequedat, eixutesa, secor, eixutor; Dutch: [[droogte]], [[droogheid]]; Esperanto: sekeco; Finnish: kuivuus; French: [[siccité]], [[sécheresse]]; Galician: sequidade, secura; German: [[Trockenheit]]; Ancient Greek: [[ἄζα]], [[ἄζη]], [[ἀζόκροτος]], [[αἰζόκροτος]], [[ἀνυδρία]], [[ἀνυδρίη]], [[αὐασμός]], [[ἀυδρία]], [[ἀϋδρία]], [[αὐονή]], [[αὐότης]], [[αὖσις]], [[αὐστηρότης]], [[αὔχμωσις]], [[δίψα]], [[ξηρασία]], [[ξηρασίη]], [[ξήρασις]], [[ξηρότης]], [[σκλῆμα]], [[τὸ αὐχμηρόν]]; Italian: [[secchezza]]; Latin: [[siccitas]]; Latvian: sausums; Low German: Dröögde; Middle English: dryenesse; Portuguese: [[aridez]]; Romanian: uscăciune, ariditate; Russian: [[сухость]]; Spanish: [[sequedad]], [[aridez]], [[enjutez]], [[resequedad]]; Thai: ความแห้ง; Volapük: säg, sig
===[[drought]]===
Afrikaans: droogte; Albanian: thatësirë; Amharic: ድርቅ; Arabic: جَفَاف; Armenian: երաշտ; Aromanian: seatsitã, uscãciuni, sicãturã; Assamese: খৰালি; Asturian: seca, secura; Atayal: mtkzyay; Avestan: 𐬛𐬎𐬱𐬌𐬌𐬁𐬭𐬆, 𐬛𐬎𐬲𐬌𐬌𐬁𐬌𐬭𐬌𐬌𐬀; Azerbaijani: quraqlıq; Bashkir: ҡоролоҡ; Basque: lehorte; Belarusian: засуха, суша, сухмень; Bengali: খরা; Bikol Central: tag-alang; Breton: sec'hor; Bulgarian: суша; Burmese: မိုးခေါင်ခြင်း, ရေငတ်ခြင်း; Catalan: sequera, secada, seca; Chinese Mandarin: 旱災/旱灾, 乾旱/干旱; Czech: sucho; Danish: tørke; Dutch: [[droogte]]; Esperanto: trosekeco, sekegeco; Estonian: põud; Faroese: turkur; Finnish: kuivuus; French: [[sécheresse]]; Galician: seca, secura; Georgian: გვალვა; German: [[Dürre]], [[Trockenzeit]], [[Trockenheit]]; Greek: [[ξηρασία]]; Ancient Greek: [[ἀβροχία]], [[ἄζα]], [[ἀζατά]], [[ἀνυδρία]], [[ἀνυδρίη]], [[ἀυδρία]], [[ἀϋδρία]], [[αὐονή]], [[αὐχμός]], [[κράτησις τῶν ὑδάτων]], [[ξηρασία]], [[ξηρασίη]], [[ξηρότης]]; Guaraní: kyve'y; Gujarati: દુકાળ; Haitian Creole: sechrès; Hebrew: בַּצֹּרֶת \ בצרת; Hindi: सूखा, अनावृष्टि, खुश्की, अकाल, अवर्षण; Hungarian: aszály; Iban: sanggau; Icelandic: þurrkar; Indonesian: kekeringan; Irish: triomach; Italian: [[siccità]], [[secco]], [[asciugaggine]]; Japanese: 旱魃; Kannada: ಬರ; Kazakh: құрғақшылық; Khmer: រាំងរំហួត, រាំងរឹះ; Korean: 가뭄; Kyrgyz: кургакчылык; Lao: ແລ້ງ, ຝົນແລ້ງ, ຟ້າແລ້ງ, ໄພແຫ້ງແລ້ງ; Latin: [[siccitas]]; Latvian: sausums; Lithuanian: sausra; Luxembourgish: Dréchent; Macedonian: суша; Malay: kemarau; Malayalam: വരൾച്ച; Maltese: nixfa; Maori: raki, tauraki, taurakitanga; Marathi: दुष्काळ; Middle English: droghte; Mirandese: seca; Mongolian: ган; Neapolitan: secceta; Ngazidja Comorian: ntsahaya nkavu; Norwegian Bokmål: tørke; Nynorsk: tørke; Occitan: secada, secaresso; Old English: drūgaþ; Old Persian: 𐎯𐏁𐎹𐎠𐎼𐎶; Parthian: 𐭃𐭅𐭔𐭉𐭀𐭓; Pashto: وچکالي; Persian: خشک‌سالی; Pitjantjatjara: ailuru; Plautdietsch: Drieejetiet; Polish: susza; Portuguese: [[seca]], [[estiagem]]; Punjabi: ਸੋਕਾ; Quechua: ch'akiy, ch'aki pacha; Romanian: secetă, uscăciune; Russian: [[засуха]], [[засушливость]], [[сушь]]; Sanskrit: अवृष्टि, अनावृष्टि, दुर्वृष्टि; Serbo-Croatian Cyrillic: су̑ша; Roman: sȗša; Shona: shangwa; Sinhalese: නියඟය; Slovak: sucho; Slovene: suša; Spanish: [[sequía]], [[seca]]; Swahili: kiangazi, ukame; Swedish: torka; Tagalog: bisi, baisi, tagtuyot; Tajik: хушксолӣ; Tamil: வறட்சி; Tatar: корылык; Telugu: అనావృష్టి; Thai: ภัยแล้ง, น้ำแล้ง, แล้ง; Tibetan: ཐེན་པ; Tigrinya: ድርቂ; Turkish: kuraklık; Turkmen: guraklyk; Ukrainian: посуха, засуха; Urdu: سوکھا; Uyghur: قۇرغاقچىلىق; Uzbek: qurgʻoqchilik; Vietnamese: hạn hán; Volapük: lesig; Võro: põud; Welsh: sychdwr sychin; Yakut: кураан; ǃXóõ: ǁqáa
}}
}}

Latest revision as of 06:58, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρᾰσία Medium diacritics: ξηρασία Low diacritics: ξηρασία Capitals: ΞΗΡΑΣΙΑ
Transliteration A: xērasía Transliteration B: xērasia Transliteration C: ksirasia Beta Code: chrasi/a

English (LSJ)

Ion. ξηρασίη, ἡ,
A desiccation, Hp. Morb.1.18, Antiph.231.7, Arist.Mete.384a11; keeping dry, Thphr. HP7.2.2; drying of hay, PTeb.441(i A.D.), etc.
2 dryness, τοῦ περιέχοντος Str.2.3.7; τοῦ καυλοῦ Dsc.2.142, cf. LXX Jd.6.37; ξηρασίαν λαμβάνειν = become dry, Agatharch.34.
3 drought, Gp.1.8.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ξηρασία:
1 высушивание, просушивание Arst.;
2 сухость Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ξηρασία, ἀνομβρία, αὐχμός, «ξεραΐλα», Ἱππ. 453, 49, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 10. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, Μετεωρ. 4. 7, 6.

Greek Monolingual

και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη)
νεοελλ.-μσν.
ανομβρία
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία, την καταστροφή τών καλλιεργειών, την ξήρανση τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη βλάστηση, στην παραγωγή, στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης
2. φρ. α) «ξηρασία ατμοσφαιρική»
(μετεωρ.) ξηρασία που χαρακτηρίζεται από μείωση της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή θερμοκρασία
β) «ξηρασία εδαφική» — προοδευτική ξήρανση του εδάφους λόγω ανομβρίας
3. ιατρ. νόσος τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την ανάπτυξη τους
αρχ.
1. ξήρανση, στέγνωμα
2. ξηρότητα
3. το να διατηρεί κανείς κάτι ξηρό, στεγνό
4. φρ. «ξηρασίαν λαμβάνειν» — αποξήρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- του ξηραίνω (πρβλ. παρακμ. -ξήρασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. υγραίνω: υγρασία)].

Translations

dryness

Aromanian: uscãciuni; Asturian: sequedá, secura; Bengali: শোষ; Catalan: sequedat, eixutesa, secor, eixutor; Dutch: droogte, droogheid; Esperanto: sekeco; Finnish: kuivuus; French: siccité, sécheresse; Galician: sequidade, secura; German: Trockenheit; Ancient Greek: ἄζα, ἄζη, ἀζόκροτος, αἰζόκροτος, ἀνυδρία, ἀνυδρίη, αὐασμός, ἀυδρία, ἀϋδρία, αὐονή, αὐότης, αὖσις, αὐστηρότης, αὔχμωσις, δίψα, ξηρασία, ξηρασίη, ξήρασις, ξηρότης, σκλῆμα, τὸ αὐχμηρόν; Italian: secchezza; Latin: siccitas; Latvian: sausums; Low German: Dröögde; Middle English: dryenesse; Portuguese: aridez; Romanian: uscăciune, ariditate; Russian: сухость; Spanish: sequedad, aridez, enjutez, resequedad; Thai: ความแห้ง; Volapük: säg, sig

drought

Afrikaans: droogte; Albanian: thatësirë; Amharic: ድርቅ; Arabic: جَفَاف; Armenian: երաշտ; Aromanian: seatsitã, uscãciuni, sicãturã; Assamese: খৰালি; Asturian: seca, secura; Atayal: mtkzyay; Avestan: 𐬛𐬎𐬱𐬌𐬌𐬁𐬭𐬆, 𐬛𐬎𐬲𐬌𐬌𐬁𐬌𐬭𐬌𐬌𐬀; Azerbaijani: quraqlıq; Bashkir: ҡоролоҡ; Basque: lehorte; Belarusian: засуха, суша, сухмень; Bengali: খরা; Bikol Central: tag-alang; Breton: sec'hor; Bulgarian: суша; Burmese: မိုးခေါင်ခြင်း, ရေငတ်ခြင်း; Catalan: sequera, secada, seca; Chinese Mandarin: 旱災/旱灾, 乾旱/干旱; Czech: sucho; Danish: tørke; Dutch: droogte; Esperanto: trosekeco, sekegeco; Estonian: põud; Faroese: turkur; Finnish: kuivuus; French: sécheresse; Galician: seca, secura; Georgian: გვალვა; German: Dürre, Trockenzeit, Trockenheit; Greek: ξηρασία; Ancient Greek: ἀβροχία, ἄζα, ἀζατά, ἀνυδρία, ἀνυδρίη, ἀυδρία, ἀϋδρία, αὐονή, αὐχμός, κράτησις τῶν ὑδάτων, ξηρασία, ξηρασίη, ξηρότης; Guaraní: kyve'y; Gujarati: દુકાળ; Haitian Creole: sechrès; Hebrew: בַּצֹּרֶת \ בצרת; Hindi: सूखा, अनावृष्टि, खुश्की, अकाल, अवर्षण; Hungarian: aszály; Iban: sanggau; Icelandic: þurrkar; Indonesian: kekeringan; Irish: triomach; Italian: siccità, secco, asciugaggine; Japanese: 旱魃; Kannada: ಬರ; Kazakh: құрғақшылық; Khmer: រាំងរំហួត, រាំងរឹះ; Korean: 가뭄; Kyrgyz: кургакчылык; Lao: ແລ້ງ, ຝົນແລ້ງ, ຟ້າແລ້ງ, ໄພແຫ້ງແລ້ງ; Latin: siccitas; Latvian: sausums; Lithuanian: sausra; Luxembourgish: Dréchent; Macedonian: суша; Malay: kemarau; Malayalam: വരൾച്ച; Maltese: nixfa; Maori: raki, tauraki, taurakitanga; Marathi: दुष्काळ; Middle English: droghte; Mirandese: seca; Mongolian: ган; Neapolitan: secceta; Ngazidja Comorian: ntsahaya nkavu; Norwegian Bokmål: tørke; Nynorsk: tørke; Occitan: secada, secaresso; Old English: drūgaþ; Old Persian: 𐎯𐏁𐎹𐎠𐎼𐎶; Parthian: 𐭃𐭅𐭔𐭉𐭀𐭓; Pashto: وچکالي; Persian: خشک‌سالی; Pitjantjatjara: ailuru; Plautdietsch: Drieejetiet; Polish: susza; Portuguese: seca, estiagem; Punjabi: ਸੋਕਾ; Quechua: ch'akiy, ch'aki pacha; Romanian: secetă, uscăciune; Russian: засуха, засушливость, сушь; Sanskrit: अवृष्टि, अनावृष्टि, दुर्वृष्टि; Serbo-Croatian Cyrillic: су̑ша; Roman: sȗša; Shona: shangwa; Sinhalese: නියඟය; Slovak: sucho; Slovene: suša; Spanish: sequía, seca; Swahili: kiangazi, ukame; Swedish: torka; Tagalog: bisi, baisi, tagtuyot; Tajik: хушксолӣ; Tamil: வறட்சி; Tatar: корылык; Telugu: అనావృష్టి; Thai: ภัยแล้ง, น้ำแล้ง, แล้ง; Tibetan: ཐེན་པ; Tigrinya: ድርቂ; Turkish: kuraklık; Turkmen: guraklyk; Ukrainian: посуха, засуха; Urdu: سوکھا; Uyghur: قۇرغاقچىلىق; Uzbek: qurgʻoqchilik; Vietnamese: hạn hán; Volapük: lesig; Võro: põud; Welsh: sychdwr sychin; Yakut: кураан; ǃXóõ: ǁqáa