συνιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synizano
|Transliteration C=synizano
|Beta Code=suniza/nw
|Beta Code=suniza/nw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sink]] or [[settle down]], [[collapse]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Somn.Vig.</span>456a13</span>, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον <span class="bibl">Theoc.22.112</span>; πηλὸν ἐν πυρὶ . . συνιζάνειν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sink]], εἰς βυθόν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span> 29</span>; of the blood, <span class="bibl">Id.<span class="title">Sens.</span>43</span>; of the wind, Luc.<span class="title">VH</span>1.29. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> causal, [[cause to collapse]] or [[sink]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>474a14</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[sink]] or [[settle down]], [[collapse]], Arist.''Somn.Vig.''456a13, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον Theoc.22.112; πηλὸν ἐν πυρὶ.. συνιζάνειν Plu.''Publ.''13.<br><span class="bld">2</span> [[sink]], εἰς βυθόν [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 29; of the blood, Id.''Sens.''43; of the wind, Luc.''VH''1.29.<br><span class="bld">II</span> causal, [[cause to collapse]] or [[sink]], Arist.''Resp.''474a14.
}}
{{bailly
|btext=[[s'affaisser]], [[mollir]], [[fléchir]].<br />'''Étymologie:''' [[συνίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ιζάνω &#91;[[σύν]], [[ἱζάνω]]] (‘samen-zitten’) invallen, inkrimpen:. σάρκες het (lichaams)vlees Theocr. Id. 22.112.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit, [[zugleich]] sich [[setzen]], [[zusammen]] [[einsinken]], [[einfallen]]</i>; Luc. <i>V.H</i>. 1.29; ἐν πυρὶ πυκνοῦσθαι σ., Plut. <i>Popl</i>. 13; auch σάρκες ἱδρῶτι συνίζανον, Theocr. 22.112; vgl. [[συνίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνιζάνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[оседать]] (ἀναφυσᾶσθαι καὶ σ. Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[сгущаться]], [[уплотняться]], [[застывать]] (ἐν πυρί Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[сплавляться]] Plut.;<br /><b class="num">4</b> [[утихать]] (τοῦ πνεύματος συνιζάνοντος Luc.);<br /><b class="num">5</b> [[сжимать]], [[стягивать]] (τὰς [[φύσας]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνιζάνω''': κατακαθίζω, [[καταπίπτω]], τὸ [[σύμφυτον]] [[πνεῦμα]] ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες [[ὥσπερ]] [[ἐκεῖ]] τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.
|lstext='''συνιζάνω''': κατακαθίζω, [[καταπίπτω]], τὸ [[σύμφυτον]] [[πνεῦμα]] ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες [[ὥσπερ]] [[ἐκεῖ]] τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=s’affaisser, mollir, fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[συνίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ.·<br /><b class="num">1.</b> [[κατακαθίζω]], [[καταπέφτω]], σε Θεόκρ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαγιάζω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.
|lsmtext='''συνιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ.·<br /><b class="num">1.</b> [[κατακαθίζω]], [[καταπέφτω]], σε Θεόκρ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαγιάζω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ιζάνω [σύν, ἱζάνω] (‘samen-zitten’) invallen, inkrimpen:. σάρκες het (lichaams)vlees Theocr. Id. 22.112.
}}
{{elru
|elrutext='''συνιζάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оседать]] (ἀναφυσᾶσθαι καὶ σ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сгущаться]], [[уплотняться]], [[застывать]] (ἐν πυρί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[сплавляться]] Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[утихать]] (τοῦ πνεύματος συνιζάνοντος Luc.);<br /><b class="num">5)</b> [[сжимать]], [[стягивать]] (τὰς [[φύσας]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br /><b class="num">1.</b> to [[sink]] in, [[collapse]], Theocr., Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[sink]], of the [[wind]], Luc.
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br /><b class="num">1.</b> to [[sink]] in, [[collapse]], Theocr., Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[sink]], of the [[wind]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιζάνω Medium diacritics: συνιζάνω Low diacritics: συνιζάνω Capitals: ΣΥΝΙΖΑΝΩ
Transliteration A: synizánō Transliteration B: synizanō Transliteration C: synizano Beta Code: suniza/nw

English (LSJ)

A sink or settle down, collapse, Arist.Somn.Vig.456a13, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον Theoc.22.112; πηλὸν ἐν πυρὶ.. συνιζάνειν Plu.Publ.13.
2 sink, εἰς βυθόν Thphr. De Odoribus 29; of the blood, Id.Sens.43; of the wind, Luc.VH1.29.
II causal, cause to collapse or sink, Arist.Resp.474a14.

French (Bailly abrégé)

s'affaisser, mollir, fléchir.
Étymologie: συνίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ιζάνω [σύν, ἱζάνω] (‘samen-zitten’) invallen, inkrimpen:. σάρκες het (lichaams)vlees Theocr. Id. 22.112.

German (Pape)

mit, zugleich sich setzen, zusammen einsinken, einfallen; Luc. V.H. 1.29; ἐν πυρὶ πυκνοῦσθαι σ., Plut. Popl. 13; auch σάρκες ἱδρῶτι συνίζανον, Theocr. 22.112; vgl. συνίζω.

Russian (Dvoretsky)

συνιζάνω:
1 оседать (ἀναφυσᾶσθαι καὶ σ. Arst.);
2 сгущаться, уплотняться, застывать (ἐν πυρί Plut.);
3 сплавляться Plut.;
4 утихать (τοῦ πνεύματος συνιζάνοντος Luc.);
5 сжимать, стягивать (τὰς φύσας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συνιζάνω: κατακαθίζω, καταπίπτω, τὸ σύμφυτον πνεῦμα ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες ὥσπερ ἐκεῖ τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.

Greek Monolingual

ΝΜA
καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
βυθίζομαι, βουλιάζω
μσν.
συνίζω, μετέχω σε σύσκεψη
αρχ.
προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»].

Greek Monotonic

συνιζάνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ.·
1. κατακαθίζω, καταπέφτω, σε Θεόκρ., Πλούτ.
2. καταλαγιάζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
1. to sink in, collapse, Theocr., Plut.
2. to sink, of the wind, Luc.