ὀχεία: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ocheia
|Transliteration C=ocheia
|Beta Code=o)xei/a
|Beta Code=o)xei/a
|Definition=ἡ, (ὀχεύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a covering</b> or <b class="b2">impregnating</b>, of the male animal, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>5.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>225.4</span> (iii B. C.); <b class="b3">ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν</b>, of the female, <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>748a21</span>, al.; <b class="b3">ὀχείαν ποιεῖσθαι</b>, of the two, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>540a2</span>; <b class="b3">περὶ τὰς </b>. in the <b class="b2">breeding</b> season, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Od.</span>61</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">fertilization</b> of plants, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>172.21</span> (iii A. D., written <b class="b3">ὠχ-</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ὀχέω) <b class="b3"> ὀχεία ποντία</b> <b class="b2">holder</b> of the ship, i. e. <b class="b2">anchor</b>, <span class="bibl">Trag.Adesp.251</span> (ap. Hsch., cf. [[ὀχεῖον]] II. <span class="bibl">2</span>).</span>
|Definition=ἡ, ([[ὀχεύω]])<br><span class="bld">A</span> a [[mounting]], [[covering]] or [[impregnating]], of the [[male]] [[animal]], X.''Eq.''5.8, ''PCair.Zen.''225.4 (iii B. C.); ὀχείαν [[δέχεσθαι]], ὀχείαν [[προσίεσθαι]], ὀχείαν [[ὑπομένειν]], of the female, Arist. ''GA''748a21, al.; <b class="b3">ὀχείαν ποιεῖσθαι</b>, of the two, Id.''HA''540a2; <b class="b3">περὶ τὰς ὀχείας</b> in the [[breeding]] [[season]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Od.''61.<br><span class="bld">2</span> [[fertilization]] of [[plant]]s, ''PRyl.''172.21 (iii A. D., written <b class="b3">ὠχ-</b>).<br><span class="bld">II</span> ([[ὀχέω]]) [[ὀχεία ποντία]] = [[holder]] of the [[ship]], i.e. [[anchor]], Trag.Adesp.251 (ap. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. [[ὀχεῖον]] II. 2).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Thieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ [[κύων]] ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von [[ὀχέω]] abgeleitet, nach Hesych. ποντία [[ὀχεία]], Schiffshalter, Umschreibung für Anker.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) das [[Bespringen]], [[Belegen]], [[Bespringenlassen]], von Tieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ [[κύων]] ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von [[ὀχέω]] abgeleitet, nach Hesych. ποντία [[ὀχεία]], [[Schiffshalter]], Umschreibung für [[Anker]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[action de saillir]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχεία:''' ἡ (о животных) [[покрывание]], [[случка]], [[оплодотворение]] Xen., Arst. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ [[βατεύω|βατεύειν]], ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ὀχεία]]) [[οχεύω]]<br />(για αρσεν. ζώο) σαρκική [[ένωση]] με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την [[αναπαραγωγή]], [[βάτεμα]], [[μαρκάλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[γονιμοποίηση]].<br /><b>(II)</b><br />[[ὀχεία]], ἡ (Α) [[οχώ]]<br />(ενν. <i>ποντία</i>) αυτή που κρατά το [[πλοίο]] στη [[θάλασσα]], [[δηλαδή]] η [[άγκυρα]].
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ας (ἡ) :<br />action de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]].
|lsmtext='''ὀχεία:''' ἠ ([[ὀχεύω]]), [[συνουσία]] ή [[γονιμοποίηση]], λέγεται για [[αρσενικό]] ζώο, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀχεία]], ἡ, [[ὀχεύω]]<br />a [[covering]] or impregnating, of the [[male]] [[animal]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:42, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχεία Medium diacritics: ὀχεία Low diacritics: οχεία Capitals: ΟΧΕΙΑ
Transliteration A: ocheía Transliteration B: ocheia Transliteration C: ocheia Beta Code: o)xei/a

English (LSJ)

ἡ, (ὀχεύω)
A a mounting, covering or impregnating, of the male animal, X.Eq.5.8, PCair.Zen.225.4 (iii B. C.); ὀχείαν δέχεσθαι, ὀχείαν προσίεσθαι, ὀχείαν ὑπομένειν, of the female, Arist. GA748a21, al.; ὀχείαν ποιεῖσθαι, of the two, Id.HA540a2; περὶ τὰς ὀχείας in the breeding season, Thphr. Od.61.
2 fertilization of plants, PRyl.172.21 (iii A. D., written ὠχ-).
II (ὀχέω) ὀχεία ποντία = holder of the ship, i.e. anchor, Trag.Adesp.251 (ap. Hsch., cf. ὀχεῖον II. 2).

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Tieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ κύων ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von ὀχέω abgeleitet, nach Hesych. ποντία ὀχεία, Schiffshalter, Umschreibung für Anker.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de saillir.
Étymologie: ὀχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχεία: ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεία: ἡ, (ὀχεύω) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ συνουσία ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. ὀχεία ποντία (ὀχέω), ἡ κατέχουσα τὸ πλοῖον ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.
(II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.

Greek Monotonic

ὀχεία: ἠ (ὀχεύω), συνουσία ή γονιμοποίηση, λέγεται για αρσενικό ζώο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀχεία, ἡ, ὀχεύω
a covering or impregnating, of the male animal, Xen.