κατωφερής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoferis
|Transliteration C=katoferis
|Beta Code=katwferh/s
|Beta Code=katwferh/s
|Definition=κατωφερές,<br><span class="bld">A</span> = [[κάτω φερόμενος]], [[hanging down]], κεφαλή X.''Cyn.''5.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[καταφερής]]); [[steep]], κατάβασις Plb.3.54.5; <b class="b3">κ. θέσις</b> [[sloping]] posture, Sor.2.60; [[descending]], χελώνη Orib.49.4.51; [[with a downward tendency]], [[heavy]], [[στοιχεῖα]], opp. [[ἀνωφερής]], ''Stoic.''2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.''in Ph.''386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. [[κατωφερῶς]] Vett. Val.153.4; ''Glossaria'' on [[κατωκάρα]], Sch.Ar.''Pax''152.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[prone to vice]], [[lewd]], [[varia lectio|v.l.]] for [[καταφερής]] in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, ''EM'' 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[Σαλαβακχώ]].
|Definition=κατωφερές,<br><span class="bld">A</span> = [[κάτω φερόμενος]], [[hanging down]], κεφαλή [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[καταφερής]]); [[steep]], κατάβασις Plb.3.54.5; <b class="b3">κ. θέσις</b> [[sloping]] posture, Sor.2.60; [[descending]], χελώνη Orib.49.4.51; [[with a downward tendency]], [[heavy]], [[στοιχεῖα]], opp. [[ἀνωφερής]], ''Stoic.''2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.''in Ph.''386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. [[κατωφερῶς]] Vett. Val.153.4; ''Glossaria'' on [[κατωκάρα]], Sch.Ar.''Pax''152.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[prone to vice]], [[lewd]], [[varia lectio|v.l.]] for [[καταφερής]] in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, ''EM'' 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[Σαλαβακχώ]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:49, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωφερής Medium diacritics: κατωφερής Low diacritics: κατωφερής Capitals: ΚΑΤΩΦΕΡΗΣ
Transliteration A: katōpherḗs Transliteration B: katōpherēs Transliteration C: katoferis Beta Code: katwferh/s

English (LSJ)

κατωφερές,
A = κάτω φερόμενος, hanging down, κεφαλή X.Cyn.5.30 (v.l. καταφερής); steep, κατάβασις Plb.3.54.5; κ. θέσις sloping posture, Sor.2.60; descending, χελώνη Orib.49.4.51; with a downward tendency, heavy, στοιχεῖα, opp. ἀνωφερής, Stoic.2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.in Ph.386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. κατωφερῶς Vett. Val.153.4; Glossaria on κατωκάρα, Sch.Ar.Pax152.
II metaph., prone to vice, lewd, v.l. for καταφερής in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, EM 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch. s.v. Σαλαβακχώ.

German (Pape)

[Seite 1407] ές, = καταφερής, oft als v.l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pend;
2 incliné, pentu, abrupt;
3 qui a tendance à tomber, lourd.
Étymologie: κάτω, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατωφερής -ές [κατά, φέρω] omlaag lopend:. κ. ἥλιος ondergaande zon Hdt. 2.63.1.

Russian (Dvoretsky)

κατωφερής:
1 опущенный вниз (κεφαλή Xen. - v.l. καταφερής);
2 стремительно падающий вниз (ποταμός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, πρὸς τὰ κάτω κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. καταφερής)· ἀντίθ. τῷ ἀνωφερής, Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, αἰσχρός, ἀχρεῖος, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ κατωφερής, -ές)
κατηφορικός («κατωφερές μέρος»)
μσν.-αρχ.
βαρύς
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς τα κάτωκεφαλή κατωφερής», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος.
επίρρ...
κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς)
με κλίση προς τα κάτω, κατηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φερής (< φέρω), πρβλ. ανωφερής, παρεμφερής].

Greek Monotonic

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, σε Ξεν.

Middle Liddell

κατω-φερής, ές = κάτω φερόμενος]
sunken, Xen.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κατά + φέρομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.