ὁμῆλιξ: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 45: | Line 45: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[συνομήλικος]]). Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] (=[[μαζί]]) τοῦ [[ὁμός]] + [[ἧλιξ]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ὁμός]]. | |mantxt=(=[[συνομήλικος]]). Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] (=[[μαζί]]) τοῦ [[ὁμός]] + [[ἧλιξ]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ὁμός]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[age-mate]]=== | |||
Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: [[同齡人]], [[同龄人]]; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: [[leeftijdsgenoot]], [[leeftijdgenoot]]; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: [[Gleichaltriger]]; Greek: [[συνομήλικος]]; Ancient Greek: [[ἁλικιώτης]], [[ἆλιξ]], [[ἇλιξ]], [[βαλικιώτης]], [[ἡλικιώτης]], [[ἧλιξ]], [[ἰσήλικος]], [[ξυνῆλιξ]], [[ὁμῆλιξ]], [[ὁμήλικος]], [[ὁμοήλικος]], [[συνᾶλιξ]], [[σύνηβος]], [[συνηλικιώτης]], [[συνήλικος]], [[συνῆλιξ]], [[συνομᾶλιξ]], [[συνομῆλιξ]], [[ὐμᾶλιξ]], [[ϝαλικιώτας]]; Icelandic: jafnaldri; Italian: [[coetaneo]]; Latin: [[aequalis]]; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: [[ровесник]], [[ровесница]], [[сверстник]], [[сверстница]], [[одногодок]], [[одногодка]]; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: [[coetáneo]], [[coevo]]; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:43, 10 November 2024
English (LSJ)
Aeol. ὐμᾶλιξ Theoc.30.20: ῐκος, ὁ, ἡ:—
A of the same age, mostly of young persons, Od.15.197, 16.419, Hes.Op.444,447, Hdt. 1.99, E.Hipp.1098, etc.; of things, παραδοχὰς.. ὁμήλικας χρόνῳ Id.Ba.201.
2 as substantive, equal in age, comrade, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα (of an elderly man) Od.19.358; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. E.Alc. 953.
II of like stature, Luc.Pr.Im.13: neut., ὁμήλικα ζῷα Apollon.Mir.17.
German (Pape)
[Seite 330] ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.
French (Bailly abrégé)
ήλικος (ὁ, ἡ)
1 de même âge ; compagnon;
2 de même grandeur.
Étymologie: ὁμός, ἧλιξ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῆλιξ: ῐκος adj.
1 одного возраста, ровесник (κάλλιστος τῶν ὁμηλίκων Plut.): ὁ. τινος Eur. одного возраста с кем-л.;
2 одинакового роста (ἄνθρωποι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, συνηλικιώτης, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. χαίτη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., ἄνθρωπος τῆς αὐτῆς ἡλικίας, σύντροφος, Λατ. aequalis, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα, ἔνθα τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ἀνάστημα, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 13.
English (Autenrieth)
ικος: of like age; τινός, ‘with’ one, Od. 19.358.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ ὁμῆλιξ, Α και ὁμοῆλιξ, και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)
(ιδίως για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισήλιξ)].
Greek Monotonic
ὁμῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον, συνομήλικος, λέγεται κυρίως για νέους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. ως ουσ., συνομήλικος, σύντροφος, Λατ. aequalis, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: of the same age
See also: s. ἧλιξ.
Middle Liddell
ὁμ-ῆλιξ, ῐκος,
I. of the same age, mostly of young persons, Od., Hdt., etc.
2. as substantive an equal in age, comrade, Lat. aequalis, Od., Eur.
II. of like stature, Luc.
Frisk Etymology German
ὁμῆλιξ: {homē̃liks}
Meaning: gleichalterig
See also: s. ἧλιξ.
Page 2,386
English (Woodhouse)
contemporary, equal in age, one of the same age, one's equal
Mantoulidis Etymological
(=συνομήλικος). Ἀπό τό ὁμοῦ (=μαζί) τοῦ ὁμός + ἧλιξ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός.
Translations
age-mate
Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: 同齡人, 同龄人; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: leeftijdsgenoot, leeftijdgenoot; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: Gleichaltriger; Greek: συνομήλικος; Ancient Greek: ἁλικιώτης, ἆλιξ, ἇλιξ, βαλικιώτης, ἡλικιώτης, ἧλιξ, ἰσήλικος, ξυνῆλιξ, ὁμῆλιξ, ὁμήλικος, ὁμοήλικος, συνᾶλιξ, σύνηβος, συνηλικιώτης, συνήλικος, συνῆλιξ, συνομᾶλιξ, συνομῆλιξ, ὐμᾶλιξ, ϝαλικιώτας; Icelandic: jafnaldri; Italian: coetaneo; Latin: aequalis; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: ровесник, ровесница, сверстник, сверстница, одногодок, одногодка; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: coetáneo, coevo; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка