ἑρκεῖος: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erkeios | |Transliteration C=erkeios | ||
|Beta Code=e(rkei=os | |Beta Code=e(rkei=os | ||
|Definition=(freq. written [[ἕρκειος]] in codd.), ον, also α, ον | |Definition=(freq. written [[ἕρκειος]] in codd.), ον, also α, ον A.''Ch.''653:—<br><span class="bld">A</span> of or in the [[ἕρκος]] or [[front court]], <b class="b3">Ζεὺς Ἑρκεῖος</b>, as the [[household]] [[god]], Od.22.335, [[Herodotus|Hdt.]]6.68, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''487, E.''Tr.''17, Cratin.Jun.9, Pl.''Euthd.''302d, Arist.''Mu.''401a20: abs., [[Ἑρκεῖος]], ὁ, Paus.4.17.4; also βωμὸς ἑρκεῖος Pi. ''Pae.''6.114.<br><span class="bld">2</span> [[Ἑρκεῖοι]], οἱ, = Lat. [[Penates]], D.H.1.67.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">πύλαι, θύρα ἑ.</b>, the [[gate]]s, door [[of the court]], A.''Ch.''561, 571, 653; πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''108; ἐφ' ἑρκείῳ πυρᾷ E.''Tr.''483. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, [[varia lectio|v.l.]] ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, [[ἕρκος]], hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, [[varia lectio|v.l.]] ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, [[ἕρκος]], hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>att.</i> [[ἕρκειος]];<br />qui concerne l'enceinte d'une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία [[θύρα]] ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία [[στέγη]] SOPH toit d'une tente ; <i>particul.</i> Ζεὺς [[ἕρκειος]] OD, Ζὴν [[ἕρκειος]] SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l'autel était placé dans la cour.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρκος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑρκεῖος:''' атт. [[ἕρκειος]] 2 и 3 принадлежащий ограде, относящийся к дому, домашний (πύλαι, [[θύρα]] Aesch.): ἕ. [[στέγη]] Soph. наружная часть палатки. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρκεῖος''': (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[ἕρκος]], εἰς τὸ [[προαύλιον]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, [[ἐπειδὴ]] ὁ βωμὸς ἢ τὸ [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου [[Διός]]· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος [[Ζεύς|Ζεὺς]] παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ. | |lstext='''ἑρκεῖος''': (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[ἕρκος]], εἰς τὸ [[προαύλιον]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, [[ἐπειδὴ]] ὁ βωμὸς ἢ τὸ [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου [[Διός]]· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος [[Ζεύς|Ζεὺς]] παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b> | |sltr=<b>ἑρκεῖος</b> of [[Zeus]] Herkeios, of the [[household]] πρὸς ἑρκεῖον βωμόν (Pae. 6.114) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἑρκεῖος, -ον και ἑρκεῖος, -α -ον (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στο [[προαύλιο]] («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[οικία]] (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) «[[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος» — ο [[Ζευς]], ο [[προστάτης]] της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) <i>ὁ Ἑρκεῖος</i><br />ο [[Ζεύς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ Ἑρκεῖοι</i><br />οι εφέστιοι θεοί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἑρκεῖος [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του Ερκείου [[Διός]] <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑρκεῖος:''' -ον ή -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στο [[ἕρκος]] ή στο [[προαύλιο]], στον περίβολο, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ο [[προστάτης]] του σπιτιού, του οίκου, [[επειδή]] το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο <i>ἕρκον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πύλαι</i>, [[θύρα]] ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος [[στέγη]], η [[ίδια]] η [[αυλή]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἑρκεῖος:''' -ον ή -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στο [[ἕρκος]] ή στο [[προαύλιο]], στον περίβολο, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ο [[προστάτης]] του σπιτιού, του οίκου, [[επειδή]] το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο <i>ἕρκον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πύλαι</i>, [[θύρα]] ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος [[στέγη]], η [[ίδια]] η [[αυλή]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:48, 13 November 2024
English (LSJ)
(freq. written ἕρκειος in codd.), ον, also α, ον A.Ch.653:—
A of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑρκεῖος, as the household god, Od.22.335, Hdt.6.68, S.Ant.487, E.Tr.17, Cratin.Jun.9, Pl.Euthd.302d, Arist.Mu.401a20: abs., Ἑρκεῖος, ὁ, Paus.4.17.4; also βωμὸς ἑρκεῖος Pi. Pae.6.114.
2 Ἑρκεῖοι, οἱ, = Lat. Penates, D.H.1.67.
3 πύλαι, θύρα ἑ., the gates, door of the court, A.Ch.561, 571, 653; πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης S.Aj.108; ἐφ' ἑρκείῳ πυρᾷ E.Tr.483.
German (Pape)
[Seite 1031] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, v.l. ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, ἕρκος, hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
att. ἕρκειος;
qui concerne l'enceinte d'une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία θύρα ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία στέγη SOPH toit d'une tente ; particul. Ζεὺς ἕρκειος OD, Ζὴν ἕρκειος SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l'autel était placé dans la cour.
Étymologie: ἕρκος.
Russian (Dvoretsky)
ἑρκεῖος: атт. ἕρκειος 2 и 3 принадлежащий ограде, относящийся к дому, домашний (πύλαι, θύρα Aesch.): ἕ. στέγη Soph. наружная часть палатки.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκεῖος: (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, ὡσαύτως α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἕρκος, εἰς τὸ προαύλιον, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, ἐπειδὴ ὁ βωμὸς ἢ τὸ ἄγαλμα αὐτοῦ ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου Διός· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος Ζεὺς παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.
English (Autenrieth)
(ἕρκος): of the enclosure, of the court (αὐλή), epithet of Zeus as household god, having his altar in the court, Od. 22.355†. (See plate III., at end of volume.)
English (Slater)
ἑρκεῖος of Zeus Herkeios, of the household πρὸς ἑρκεῖον βωμόν (Pae. 6.114)
Greek Monolingual
ἑρκεῖος, -ον και ἑρκεῖος, -α -ον (Α) έρκος
1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, Σοφ.
β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», Ευρ.)
3. (ως προσωνυμία του Διός) «Ζεὺς Ἑρκεῖος» — ο Ζευς, ο προστάτης της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας
4. το αρσ. ως ουσ. α) ὁ Ἑρκεῖος
ο Ζεύς
β) στον πληθ.
οἱ Ἑρκεῖοι
οι εφέστιοι θεοί
5. φρ. «ἑρκεῖος βωμός» — ο βωμός του Ερκείου Διός Πίνδ.).
Greek Monotonic
ἑρκεῖος: -ον ή -α, -ον,
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο ἕρκος ή στο προαύλιο, στον περίβολο, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ο προστάτης του σπιτιού, του οίκου, επειδή το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο ἕρκον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. πύλαι, θύρα ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος στέγη, η ίδια η αυλή, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἑρκεῖος, ον
1. of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑρκεῖος, the household god, because his statue stood in the ἕρκος, Od., Hdt., etc.
2. πύλαι, θύρα ἕρκ. the gates, door of the court, Aesch.; ἑρκεῖος στέγη the court itself, Soph.