σταλαγμός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(Bailly1_4) |
|||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stalagmos | |Transliteration C=stalagmos | ||
|Beta Code=stalagmo/s | |Beta Code=stalagmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[dropping]], [[dripping]], from the mouth of horses and hunted animals, A.''Th.''61, ''Eu.''247, cf.783 (lyr.); φόνου [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''241 (pl.); σταλαγμὸς αἵματος Id.''Ion'' 351,1003 (pl.); of a [[profuse]] [[sweat]], Hp.''Aph.''7.85, cf. Gal.19.140; ὁ σταλαγμὸς κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.''Ph.''253b15; <b class="b3">κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν</b>, of [[stalactite]]s, Id.''Mir.''834b32; also [[σμύρνης]] [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''370 (pl.): metaph., <b class="b3">σταλαγμὸς εἰρήνης</b> the [[least]] [[drop]] of [[peace]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1033; <b class="b3">τύχης σταλαγμός</b> Diog.Sinop.2; contemptuously of a [[little]] [[man]], Anaxandr.34.3. ([[σταλαγμούς]] is unmetrical in Arat.966: [[σταλαημούς]] cj. Koechly, cf. [[σταλεηδόνες]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[écoulement goutte à goutte]].<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σταλαγμός -οῦ, ὁ [σταλάττω] druppeling, druppel:; σ. αἵματος een druppel bloed Eur. Ion 351 = σ. φόνου Eur. Hec. 241; overdr.. σταλαγμὸν εἰρήνης ἕνα εἰς τὸν καλαμίσκον ἐνστάλαξον τουτονί druppel één druppel vrede in dit rieten buisje hier Aristoph. Ach. 1033. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σταλαγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[капля]], [[струя]]: σ. αἵματος Eur. капля крови, кровавый след; ὁ σ. κατατρίβει τὸν λίθον Arst. капля точит камень; κίονες πεπήγασιν ἀπὸ σταλαγμῶν Arst. (сталактитовые) столбы образовались от капель;<br /><b class="num">2</b> перен. [[капля]], [[немножко]]: σ. εἰρήνης Arph. капелька мира; τύχης σ. Men. капелька счастья. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰλαγμός''': ὁ, ([[σταλάσσω]]) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «[[σταγών]], ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - [[ὡσαύτως]], στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός [[χάριν]] τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = [[ὀδύνη]]. | |lstext='''στᾰλαγμός''': ὁ, ([[σταλάσσω]]) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «[[σταγών]], ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - [[ὡσαύτως]], στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός [[χάριν]] τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = [[ὀδύνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταλαχμός]] και [[σταλαμός]] Ν [[σταλάσσω]]<br />το να σταλάζει [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]], το να πέφτει [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.<br />θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[γείσο]] της σκεπής από όπου σταλάζει το [[νερό]], [[υδρορρόη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] που πέφτει από το [[στόμα]] ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων<br /><b>2.</b> ελάχιστη [[ποσότητα]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> πολύ [[μικροκαμωμένος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[σταλαγμός]]» — σπάνια [[περίπτωση]] τύχης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στᾰλαγμός:''' ὁ ([[σταλάσσω]]), [[στάξιμο]], [[στάλαξη]], [[σταγόνα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>σταλαγμὸς εἰρήνης</i>, ύστατη [[ελπίδα]] για [[ειρήνευση]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στᾰλαγμός, οῦ, ὁ, [[σταλάσσω]]<br />a dropping, [[dripping]], Aesch., Eur.; στ. εἰρήνης the [[least]] [[drop]] of [[peace]], Ar. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[trickle]], [[distillation from a tree]], [[exudation from trees]], [[flake of foam]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 15 November 2024
English (LSJ)
ὁ, dropping, dripping, from the mouth of horses and hunted animals, A.Th.61, Eu.247, cf.783 (lyr.); φόνου E.Hec.241 (pl.); σταλαγμὸς αἵματος Id.Ion 351,1003 (pl.); of a profuse sweat, Hp.Aph.7.85, cf. Gal.19.140; ὁ σταλαγμὸς κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.Ph.253b15; κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν, of stalactites, Id.Mir.834b32; also σμύρνης S.Fr.370 (pl.): metaph., σταλαγμὸς εἰρήνης the least drop of peace Ar.Ach.1033; τύχης σταλαγμός Diog.Sinop.2; contemptuously of a little man, Anaxandr.34.3. (σταλαγμούς is unmetrical in Arat.966: σταλαημούς cj. Koechly, cf. σταλεηδόνες.)
German (Pape)
[Seite 928] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
écoulement goutte à goutte.
Étymologie: σταλάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταλαγμός -οῦ, ὁ [σταλάττω] druppeling, druppel:; σ. αἵματος een druppel bloed Eur. Ion 351 = σ. φόνου Eur. Hec. 241; overdr.. σταλαγμὸν εἰρήνης ἕνα εἰς τὸν καλαμίσκον ἐνστάλαξον τουτονί druppel één druppel vrede in dit rieten buisje hier Aristoph. Ach. 1033.
Russian (Dvoretsky)
σταλαγμός: ὁ
1 капля, струя: σ. αἵματος Eur. капля крови, кровавый след; ὁ σ. κατατρίβει τὸν λίθον Arst. капля точит камень; κίονες πεπήγασιν ἀπὸ σταλαγμῶν Arst. (сталактитовые) столбы образовались от капель;
2 перен. капля, немножко: σ. εἰρήνης Arph. капелька мира; τύχης σ. Men. капелька счастья.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλαγμός: ὁ, (σταλάσσω) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «σταγών, ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - ὡσαύτως, στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός χάριν τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = ὀδύνη.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν σταλάσσω
το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.
θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ.
γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το γείσο της σκεπής από όπου σταλάζει το νερό, υδρορρόη
αρχ.
1. σταγόνα που πέφτει από το στόμα ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων
2. ελάχιστη ποσότητα
3. ειρων. πολύ μικροκαμωμένος άνθρωπος
4. φρ. «τύχης σταλαγμός» — σπάνια περίπτωση τύχης.
Greek Monotonic
στᾰλαγμός: ὁ (σταλάσσω), στάξιμο, στάλαξη, σταγόνα, σε Αισχύλ., Ευρ.· σταλαγμὸς εἰρήνης, ύστατη ελπίδα για ειρήνευση, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
στᾰλαγμός, οῦ, ὁ, σταλάσσω
a dropping, dripping, Aesch., Eur.; στ. εἰρήνης the least drop of peace, Ar.
English (Woodhouse)
trickle, distillation from a tree, exudation from trees, flake of foam