ἀλίαστος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliastos | |Transliteration C=aliastos | ||
|Beta Code=a)li/astos | |Beta Code=a)li/astos | ||
|Definition=ἀλίαστον, ([[λιάζομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[not to be turned aside]], [[unabating]], [[μάχη]], [[ὅμαδος]], [[γόος]], Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.''Th.''611: neut. as adverb, μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. [[φρὴν]] ἀλίαστος φρίσσει E.''Hec.''85.<br><span class="bld">2</span> = [[πολύς]], [[κῦμα]] A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.''EM''63.33.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[undaunted]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]'' 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr. | |Definition=ἀλίαστον, ([[λιάζομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[not to be turned aside]], [[unabating]], [[μάχη]], [[ὅμαδος]], [[γόος]], Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.''Th.''611: neut. as adverb, μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. [[φρὴν]] ἀλίαστος φρίσσει [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''85.<br><span class="bld">2</span> = [[πολύς]], [[κῦμα]] A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.''EM''63.33.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[undaunted]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]'' 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 [[πόλεμος]], 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 [[ὅμαδος]], 24, 760 [[γόον]], 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. [[φρήν]] Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 [[πόλεμος]], 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 [[ὅμαδος]], 24, 760 [[γόον]], 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. [[φρήν]] Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der mutige; sp. D., [[πόνος]] Ap. Rh. 2, 649, [[κῦμα]] 1, 1326. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:47, 15 November 2024
English (LSJ)
ἀλίαστον, (λιάζομαι)
A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.Th.611: neut. as adverb, μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85.
2 = πολύς, κῦμα A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.EM63.33.
II of persons, undaunted, E.Or. 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indoblegable, incontrolable πόλεμος Il.2.797, 20.31, μάχη Il.14.57, ἀνίη Hes.Th.611
•incansable πόνος A.R.2.649
•enorme, inabarcable κῦμα A.R.1.1326
•incurable τυπή Nic.Th.784.
2 incesante, continuo γόος Il.24.760, ὅμαδος Il.12.471, κτύπος ... θαλάσσης Musae.318
•neutr. como adv. μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, φρὴν ὧδ' ἀλίαστον φρίσσει E.Hec.85, ἀλίαστον ἐγήθεον dieron rienda suelta a su alegría Q.S.4.17.
II de pers. impávido Πυλάδης E.Or.1479.
• Etimología: Comp. neg. de la r. de λιάζομαι q.u.
German (Pape)
[Seite 95] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der mutige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fléchit pas, d'où
1 incessant ; fort, rude ; adv. • ἀλίαστον ὀδύρεσθαι IL se lamenter sans cesse;
2 dur, inflexible.
Étymologie: ἀ, λιάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλίαστος -ον [ἀ-, λιάζομαι niet aflatend, onophoudelijk; adv. acc. n. ἀλίαστον; van personen onstuitbaar, onverschrokken.
Russian (Dvoretsky)
ἀλίαστος:
1 непреклонный, упорный (πόλεμος, μάχη Hom.);
2 беспрестанный, нескончаемый, неутихающий (γόος Hom.; ἀνίη Hes.);
3 неустрашимый (Πυλάδης Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίαστος: -ον, (λιάζομαι) ἄκαμπτος, ἀκατάπαυστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, ὅμαδος, γόος, Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, μηδὲ κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀκατάβλητος, ἀτρόμητος, Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις.
English (Autenrieth)
(λιάζομαι): unswerving, hence obstinate, persistent; πόλεμος, πόνος, γόος. (Il.)
Greek Monolingual
-η, -ο λιάζω
αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος.
ἀλίαστος, -ον (Α) λιάζομαι
1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός
3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος
4. μεγάλος, πολύς
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον
ακατάπαυστα.
Greek Monotonic
ἀλίαστος: -ον (λιάζομαι),
I. άκαμπτος, ακατάπαυστος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο, ούτε να θρηνείς ακατάπαυστα, στο ίδ.· ομοίως και, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ακατάβλητος, ατρόμητος, στον ίδ.
Middle Liddell
λιάζομαι
I. unshrinking, unabating, Il.; neut. as adv., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο nor mourn incessant, Il.; so, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει Eur.
II. of persons, undaunted, Eur.