χειροποίητος: Difference between revisions
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheiropoiitos | |Transliteration C=cheiropoiitos | ||
|Beta Code=xeiropoi/htos | |Beta Code=xeiropoi/htos | ||
|Definition= | |Definition=χειροποίητον, [[made by hand]], [[artificial]], opp. [[αὐτοφυής]] ([[natural]]), [[σκῆπτρον]] [[Herodotus|Hdt.]] 1.195; [[λίμνη]] 2.149; ἔργον Pl.Criti.118c; ὁδός X.An.4.3.5; τείχη J.BJ4.10.5; [[γήλοφος]], [[τέλμα]] Jul.Or.2.63b, 65c: freq. in [[LXX]] of idols, Is.2.18, al.; φλὸξ χειροποίητος = a [[fire]] [[intentionally kindled]], opp. ἀπὸ ταὐτομάτου, Th.2.77; so [[λιμός]], opp. [[αὐτόματος]], Procop.Arc.26; [[ἀνάγκη]], [[τέχνη]], Id.Goth.4.26,22. Adv. [[χειροποιήτως]] Plb.10.10.12: χ. ὠχύρωτο, opp. [[φύσει]], J.BJ7.8.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] durch Menschenhände gemacht, künstlich; Her. 1, 195. 2, 149; Plat. Critia. 118 c; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] durch Menschenhände gemacht, künstlich; Her. 1, 195. 2, 149; Plat. Critia. 118 c; <span class="ggns">Gegensatz</span> ἀπὸ ταὐτομάτου, Thuc. 2, 77; Xen. An. 4, 3,5 u. Sp., wie Pol. 1, 75, 4 u. öfter; D. Hal.; auch adv., Pol. 10, 10, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[fait de main d'homme]].<br />'''Étymologie:''' [[χειροποιέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειροποίητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[сделанный руками]] (человека), искусственный ([[λίμνη]] Her.; [[ἔργον]] Plat.): [[σκῆπτρον]] χειροποίητον Her. посох ручной выделки; ὁδὸς χ. Xen. искусственно проложенная дорога; φλὸξ χ. Thuc. поджог;<br /><b class="num">2</b> [[выдуманный]], [[мнимый]] (αἰτίαι Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[рукотворный]] (ἅγια NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροποίητος''': -ον, ὁ διὰ χειρὸς πεποιημένος, [[τεχνητός]], ἀντίθετον τῷ αὐτοφυὴς ([[φυσικός]]), [[σκῆπτρον]] Ἡρόδ. 1. 195· [[λίμνη]] 2. 149· [[ἔργον]] Πλάτ. Κριτί. 118C· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5 φλὸξ χ., πῦρ ἐπίτηδες ἀναφθέν, ἀντίθετον τῷ ἀπὸ ταὐτομάτου, Θουκ. 2.77· - | |lstext='''χειροποίητος''': -ον, ὁ διὰ χειρὸς πεποιημένος, [[τεχνητός]], ἀντίθετον τῷ αὐτοφυὴς ([[φυσικός]]), [[σκῆπτρον]] Ἡρόδ. 1. 195· [[λίμνη]] 2. 149· [[ἔργον]] Πλάτ. Κριτί. 118C· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5 φλὸξ χ., πῦρ ἐπίτηδες ἀναφθέν, ἀντίθετον τῷ ἀπὸ ταὐτομάτου, Θουκ. 2.77· - συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐπὶ τῶν εἰδώλων, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 3. 605. Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 10. 10, 12. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[χειροποίητος]], -ον, ΝΜΑ [[χειροποιῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το [[χέρι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δημιουργημένο από τον Θεό («τὸν ναὸν | |mltxt=-η, -ο / [[χειροποίητος]], -ον, ΝΜΑ [[χειροποιῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το [[χέρι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δημιουργημένο από τον Θεό («τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[φυσικό]] ή τον αυτοφυή («[[σκῆπτρον]] χειροποίητον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φλὸξ [[χειροποίητος]]» — [[φωτιά]] που τήν άναψαν [[επίτηδες]] (<b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειροποιήτως]] Α<br />τεχνητά, με ανθρώπινη [[εργασία]] («τὴν λίμνην τῇ παρακειμένῃ θαλάττῃ σύρρουν γεγονέναι [[χειροποιήτως]]», Δίον. Αλ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειροποίητος:''' -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το [[χέρι]], [[τεχνητός]], αντίθ. προς το [[αὐτοφυής]] ([[φυσικός]]), σε Ηρόδ.· <i>φλὸξ χειροποίητη</i>, [[φωτιά]] που άναψε από [[χέρι]] ανθρώπου, σε Θουκ. | |lsmtext='''χειροποίητος:''' -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το [[χέρι]], [[τεχνητός]], αντίθ. προς το [[αὐτοφυής]] ([[φυσικός]]), σε Ηρόδ.· <i>φλὸξ χειροποίητη</i>, [[φωτιά]] που άναψε από [[χέρι]] ανθρώπου, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 42: | Line 42: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[artificial]], [[made by hand]] | |woodrun=[[artificial]], [[made by hand]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[manu factus]]'', [[handmade]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.77.4/ 2.77.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:38, 16 November 2024
English (LSJ)
χειροποίητον, made by hand, artificial, opp. αὐτοφυής (natural), σκῆπτρον Hdt. 1.195; λίμνη 2.149; ἔργον Pl.Criti.118c; ὁδός X.An.4.3.5; τείχη J.BJ4.10.5; γήλοφος, τέλμα Jul.Or.2.63b, 65c: freq. in LXX of idols, Is.2.18, al.; φλὸξ χειροποίητος = a fire intentionally kindled, opp. ἀπὸ ταὐτομάτου, Th.2.77; so λιμός, opp. αὐτόματος, Procop.Arc.26; ἀνάγκη, τέχνη, Id.Goth.4.26,22. Adv. χειροποιήτως Plb.10.10.12: χ. ὠχύρωτο, opp. φύσει, J.BJ7.8.3.
German (Pape)
[Seite 1346] durch Menschenhände gemacht, künstlich; Her. 1, 195. 2, 149; Plat. Critia. 118 c; Gegensatz ἀπὸ ταὐτομάτου, Thuc. 2, 77; Xen. An. 4, 3,5 u. Sp., wie Pol. 1, 75, 4 u. öfter; D. Hal.; auch adv., Pol. 10, 10, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de main d'homme.
Étymologie: χειροποιέομαι.
Russian (Dvoretsky)
χειροποίητος:
1 сделанный руками (человека), искусственный (λίμνη Her.; ἔργον Plat.): σκῆπτρον χειροποίητον Her. посох ручной выделки; ὁδὸς χ. Xen. искусственно проложенная дорога; φλὸξ χ. Thuc. поджог;
2 выдуманный, мнимый (αἰτίαι Polyb.);
3 рукотворный (ἅγια NT).
Greek (Liddell-Scott)
χειροποίητος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς πεποιημένος, τεχνητός, ἀντίθετον τῷ αὐτοφυὴς (φυσικός), σκῆπτρον Ἡρόδ. 1. 195· λίμνη 2. 149· ἔργον Πλάτ. Κριτί. 118C· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5 φλὸξ χ., πῦρ ἐπίτηδες ἀναφθέν, ἀντίθετον τῷ ἀπὸ ταὐτομάτου, Θουκ. 2.77· - συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐπὶ τῶν εἰδώλων, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 3. 605. Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 10. 10, 12.
English (Strong)
from χείρ and a derivative of ποιέω; manufactured, i.e. of human construction: made by (make with) hands.
English (Thayer)
χειροποίητον (χείρ and ποιέω), made by the hand i. e. the skill of man (see ἀχειροποίητος): of temples, Sept. of idols; of other things, occasionally in Herodotus, Thucydides, Xenophon, Polybius, Diodorus.)
Greek Monolingual
-η, -ο / χειροποίητος, -ον, ΝΜΑ χειροποιῶ
νεοελλ.
κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα»)
μσν.-αρχ.
κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια, σε αντιδιαστολή προς τον δημιουργημένο από τον Θεό («τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον», ΚΔ)
αρχ.
1. κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια, σε αντιδιαστολή προς τον φυσικό ή τον αυτοφυή («σκῆπτρον χειροποίητον», Ηρόδ.)
2. φρ. «φλὸξ χειροποίητος» — φωτιά που τήν άναψαν επίτηδες (Θουκ.).
επίρρ...
χειροποιήτως Α
τεχνητά, με ανθρώπινη εργασία («τὴν λίμνην τῇ παρακειμένῃ θαλάττῃ σύρρουν γεγονέναι χειροποιήτως», Δίον. Αλ.).
Greek Monotonic
χειροποίητος: -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το χέρι, τεχνητός, αντίθ. προς το αὐτοφυής (φυσικός), σε Ηρόδ.· φλὸξ χειροποίητη, φωτιά που άναψε από χέρι ανθρώπου, σε Θουκ.
Middle Liddell
χειροποίητος, ον, [from χειροποιέω
made by hand, artificial, opp. to αὐτοφυής (natural), Hdt.; φλὸξ χ. a fire kindled by the hand of man, Thuc.
Chinese
原文音譯:ceiropo⋯htoj 黑羅-拍誒拖士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:手-作的
字義溯源:手造的,用人手,人手所造的,用人手所造的;由(χείρ)*=手)與(ποιέω)*=作,行)組成
出現次數:總共(6);可(1);徒(2);弗(1);來(2)
譯字彙編:
1) 手造的(3) 徒7:48; 徒17:24; 來9:24;
2) 人手所造(1) 來9:11;
3) 用人手(1) 弗2:11;
4) 用人手造的(1) 可14:58